Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη το νέο βιβλίο της Δήμητρας Κολλιάκου που τιτλοφορείται «Το πρόσωπο του ουρανού» και έχει ως ήρωές του, τον Σαμ, τη Νεφέλη και τη «Συλλέκτρια των νεφών». Για αλήθειες και ψέματα της λογοτεχνίας, πραγματικότητες και αλληγορίες του έργου της αλλά και για την μυστηριώδη διαδικασία του «γράφειν», μας μίλησε η συγγραφέας Δήμητρα Κολλιάκου, αναφέροντας μας πως: «Δεν μπορεί κανείς να εκβιάσει ένα βιβλίο να γραφτεί – σε μεγάλο βαθμό δεν το γράφεις, «σε γράφει». Για να γίνει αυτό όμως, όπως και για να «έρθει» το θέμα, πρέπει να σηκώνεσαι κάθε πρωί και να δουλεύεις με ό, τι και όπως μπορείς». 

 

Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη

 

Culturenow.gr: Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη το νέο σας μυθιστόρημα «Το πρόσωπο του ουρανού». Πείτε μας δυο λόγια για την ιστορία του, την έμπνευσή σας αλλά και τον τίτλο του.
Δήμητρα Κολλιάκου: Ο τίτλος προέρχεται από το ευαγγέλιο, το Κατά Ματθαίον: Υποκριταί, το μεν πρόσωπο του ουρανού εξεύρετε να διακρίνητε, τα δε σημεία των καιρών δεν δύνασθε; Το «πρόσωπο του ουρανού» είναι η όψη του ουρανού, «εκφράσεις» που αποτυπώνουν στον ουρανό τα σύννεφα. Μου άρεσε η σύνδεση με τα «σημεία των καιρών» στο χωρίο, το παιχνίδι ανάμεσα στον «καιρό» και τους «καιρούς», γιατί το βιβλίο πατάει στην ευρωπαϊκή κρίση και αντλεί μέρος της εικονογραφίας του από τα σύννεφα. Ο Σαμ, λέκτορας σ’ ένα πανεπιστήμιο στη βόρεια Αγγλία, πέφτει θύμα της κοντόθωρης πολιτικής ενός νέου διοικητικού καθεστώτος και απολύεται. Εγκαταλείπει τα πάντα για να γράψει μια δυστοπία με ήρωες δυο νεαρά αγόρια που εμπλέκονται σε μια αποστολή «σποράς» νεφών. Πιστεύοντας πως αποδέχτηκε κάποια θέση δασκάλου αγγλικών σ’ ένα σχολείο στο εξωτερικό, η Ελληνίδα γυναίκα του, η Νεφέλη, και ο δεκάχρονος γιος τους, ένα σιωπηλό και εσωστρεφές αγόρι, μετακομίζουν σε μικρότερο σπίτι. Εκεί θα γνωριστούν με μια ηλικιωμένη γειτόνισσα (Μάριον Μπελ) που αυτοσυστήνεται ως «συλλέκτρια νεφών», και θα φτάσει στα χέρια της Νεφέλης το χρονικό του εκλιπόντος πατέρα της Μπελ: οι αναμνήσεις του από την παράδοση της Κρήτης την άνοιξη του ’41, όταν διακόπηκε η εκκένωση των βρετανικών στρατευμάτων, κι αυτός, μαζί με χιλιάδες άλλους, εγκαταλείφθηκαν για να γίνουν αιχμάλωτοι πολέμου. Από κει τα πράγματα θα πάρουν το δρόμο τους σ’ ένα παλίμψηστο που περιλαμβάνει την περιπέτεια της οικογένειας, τη μαρτυρία του στρατιώτη και την αλληγορία που ολοκληρώνει τελικά ο Σαμ.

Cul.N.: Με ποιες λέξεις θα περιγράφατε εν συντομία τους ήρωες του βιβλίου σας; Τον Σαμ, τη Νεφέλη, τη «συλλέκτρια νεφών»; Ποια στοιχεία τους ενώνουν και ποια τους χωρίζουν;
Δ.Κ.: Η «συλλέκτρια νεφών» είναι μια μεγάλη γυναίκα που έχει δει τη ζωή και έχει κατακτήσει μια κάποια σοφία, μαζί και γενναιοδωρία. Οι άλλοι δύο υφίστανται μεγάλες πιέσεις (ανεργία, κρίση μέσης ηλικίας, προβλήματα στο γάμο τους), αλλά και τα εσωτερικά τους ζητήματα δεν έχουν επιλυθεί. Στην τριτοπρόσωπη αφήγηση στο βιβλίο, η οπτική (point of view) της Νεφέλης εναλλάσσεται με αυτήν του Σαμ. Βλέπουμε μεγάλα σκαμπανεβάσματα διάθεσης και στους δύο, αλλά ενώ οι σχέσεις της Νεφέλης με τους δικούς της διέπονται από μια νευρωτική ενοχή, τον Σαμ τον βασανίζει η απουσία της «συλλογικής ενοχής» – η ενοχή που δεν φαίνεται να έχουν οι γύρω του, αν και θα όφειλαν, για τα όσα βλέπουν να διαδραματίζονται ως αμέτοχοι μάρτυρες. Τους δυο αυτούς χαρακτήρες τούς συνδέουν κυρίως τα βαθιά τους αισθήματα για τον γιο τους, και σ’ αυτό, όπως και στο ότι και το παιδί ανταποδίδει, πατάει με κρίσιμο τρόπο η λύση.

Cul.N.: Πόσο έχει – αν έχει κατά τη γνώμη σας – αλλάξει η γραφή σας από «Το μαγείο» (2001 – Σημ. «Το Μαγείο» κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του ’99, και το 2001 σε δεύτερη ανατύπωση.) μέχρι το «Πρόσωπο του ουρανού»;
Δ.Κ.: Νομίζω ότι έχω κάνει πρόοδο, αλλά αυτό εσείς θα το κρίνετε.

Cul.N: Πότε νιώθετε πως ένα έργο είναι ολοκληρωμένο και έτοιμο προς ανάγνωση; Όταν το ολοκληρώσετε, αποφασίζετε να το παρουσιάσετε αμέσως στον εκδοτικό οίκο ή το αφήνετε για κάποιο διάστημα στο συρτάρι και επανέρχεστε με αλλαγές και διορθώσεις;
Δ.Κ.: Στο συρτάρι καταλήγουν κάποια πρώτα drafts. Μου έχει συμβεί κάμποσες φορές να ξεκινήσω κάτι και να προχωρήσω αρκετά μέχρι να βεβαιωθώ ότι δεν θα βγει. Μετά απ’ αυτό το «προκαταρκτικό» στάδιο ξεκαθαρίζουν κάπως τα πράγματα και παίρνω άλλη κατεύθυνση. Όταν φτάσω να ολοκληρώσω κάτι (δηλαδή να βεβαιωθώ πως στη συνέχεια δεν θα θελήσω να κάνω μεγάλες αλλαγές), το δίνω σε δύο ανθρώπους να το διαβάσουν. Είναι φίλοι μου από παλιά, χωρίς να γνωρίζονται μεταξύ τους – εκείνος με ξέρει από μωρό, και μ’ εκείνη με συνδέει μια στενή φιλία από το πανεπιστήμιο. Δεινοί αναγνώστες και οι δυο τους, ο καθένας με τον τρόπο του. Το βιβλίο έχει ήδη ολοκληρωθεί, αλλά οι δικές τους αντιδράσεις με προετοιμάζουν για το τι υποδοχή μπορεί να έχει. Στη συνέχεια το παρουσιάζω στον εκδοτικό οίκο και συνεχίζω να κάνω μικρές διορθώσεις μέχρι τέλους καθ’ όλη τη διάρκεια της διόρθωσης από τον επιμελητή.  

Cul.N: Η συγγραφή σας κέντριζε το ενδιαφέρον από παιδί; Ποια ήταν τα βιβλία που θεωρείτε σταθμούς στη λογοτεχνία και οι συγγραφείς που θαυμάζετε;
Δ.Κ.: Όλο και κάτι έγραφα από μικρή και είχα πάντα πάθος για τη λογοτεχνία. Υπάρχουν συγγραφείς στους οποίους επανέρχομαι, όπως οι Ρώσοι κλασικοί, ο Κάφκα, ο Μπέκετ. Άλλους πάλι, όπως τον Μπόρχες, τους έχω διαβάσει εξαντλητικά, αλλά δεν τους έχω ξαναπιάσει για χρόνια – δεν σημαίνει ότι δεν θα επιστρέψω μια μέρα. Δυο βιβλία που διάβασα πολύ μικρή και ας πούμε ότι με μύησαν στη λογοτεχνία ήταν ο Νεαρός Τέρλες του Μούζιλ και ο Κλόουν του Χάινριχ Μπελ. Άλλα σημαντικά βιβλία της εφηβείας μου ήταν «το Κιβώτιο» του Αλεξάνδρου, η «Κάθοδος των εννιά» του Βαλτινού, τα «Σεραφείμ και Χερουβείμ» του Κουμανταρέα, η «Αρχαία Σκουριά» της Δούκα, και μου διαφεύγουν σίγουρα τόσοι άλλοι. Σταθμοί στη λογοτεχνία δεν είναι μεμονωμένα βιβλία, έστω κι αν κάποια βιβλία πέρασαν στην ιστορία για κάτι νέο που έφεραν στη γραφή, κάτι που ενδεχομένως υπήρχε ήδη και αλλού, σε μια άλλη γλώσσα, άλλη λογοτεχνία, σε συγγραφείς που μπορεί να μην παρέλαβαν ποτέ «φωτοστέφανο», και για διάφορους λόγους, όχι πάντως καθαρά λογοτεχνικούς, εκεί «δεν έγραψε». Δεν είμαι σε θέση να πω από ποιους συγγραφείς έμαθα πράγματα: η ανάγνωση της λογοτεχνίας και αυτό το ζύμωμα που γίνεται μέσα μας είναι μια υπόθεση ζωής.

Cul.N: Ποια είναι η γνώμη σας για την εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή σήμερα; Ποιους συγγραφείς ξεχωρίζετε;
Δ.Κ.: Υπάρχουν ενδιαφέροντα βιβλία και καλοί συγγραφείς. Παρακολουθώ όσο μπορώ, αλλά προτιμώ να μην παραθέσω μερικά ονόματα – άλλωστε δεν έχω εποπτική εικόνα. Είναι θετικό το ότι εφαρμόζεται η ενιαία τιμή του βιβλίου στην Ελλάδα, το ότι υπάρχουν ακόμη μικρά βιβλιοπωλεία – δεν έχουν γίνει όλα αλυσίδες και σούπερ μάρκετ, όπως για παράδειγμα στη Βρετανία. Αυτό προστατεύει το «δύσκολο» και όχι ιδιαίτερα εμπορικό βιβλίο, και επιτρέπει στους εκδότες να είναι σε θέση να προωθήσουν και τέτοια βιβλία. Δεν λέω ότι η πραγματική λογοτεχνία είναι μόνο τα «αντιεμπορικά» βιβλία, αλλά καλό είναι να υπάρχει πολυφωνία. Σίγουρα η λογική του σούπερ μάρκετ «τρία βιβλία στην τιμή των δύο, αλλά θα σου πούμε εμείς ποια» που βλέπουμε στα βιβλιοπωλεία-αλυσίδες κάποιων ξένων χωρών επηρεάζει αρνητικά τη λογοτεχνική παραγωγή, το τι και πώς θα γράψει κάποιος που θέλει να «εκδοθεί».

Cul.N: Η κατάσταση με τους εκδοτικούς οίκους, που ανήκαν στις επαγγελματικές κατηγορίες με προβλήματα και προ κρίσης, τώρα στην περίοδο της κρίσης είναι δυστυχώς καταθλιπτική. Τι αντικατοπτρίζει αυτό κατά τη γνώμη σας για τη γενικότερη κατάσταση στην Ελλάδα;
Δ.Κ.: Δεν θα ξεκινούσα από τους εκδοτικούς οίκους. Το αναγνωστικό κοινό ήταν πάντα πολύ μικρό, αυτό και προ κρίσης. Θέμα παιδείας – το να μάθει κανείς να διαβάζει λογοτεχνία είναι κάτι που θέλει δουλειά. Ίσως με την κρίση ν’ αρχίσουν ν’ αλλάζουν τα πράγματα, να βγει περισσότερος κόσμος από την πνευματική νωθρότητα – τα νέα παιδιά, και όχι μόνο. Η παιδεία είναι η μόνη λύση – η πνευματική οκνηρία και αδιαφορία εξυπηρετούν αυτούς που θέλουν να μας χειραγωγούν. Η λογοτεχνία συμβάλλει στο να ανοίξει το μυαλό, να δυναμώσουν το πνεύμα και η ψυχή. Παίρνει χρόνο, αλλά δεν είναι ανέφικτο.

Cul.N: Έχετε τιμηθεί με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα «Jim Wilson» από το ΕΚΕΒΙ, με το Athens Prize for Literature του περιοδικού (δέ)κατα και με το βραβείο μυθιστορήματος του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών. Τι σημαίνουν για εσάς όλες αυτές οι βραβεύσεις; Είναι μια δικαίωση – αναγνώριση απαραίτητη για έναν συγγραφέα;
Δ.Κ.: Ήταν πράγματι μια αναγνώριση και μια ενθάρρυνση αυτές οι βραβεύσεις, και η ενθάρρυνση πάντα βοηθάει, έστω κι αν μια βράβευση δημιουργεί προσδοκίες ή ίσως εν μέρει βοηθάει και γι’ αυτό. Υπάρχουν πάντως και καλά βιβλία που δεν βραβεύτηκαν ή δεν πέρασαν καν στις βραχείες λίστες – αυτό είναι κάτι που δεν το ξεχνώ.

Cul.N: Έχετε ήδη αρχίσει να «ψάχνετε» το θέμα του επόμενου μυθιστορήματός σας; Πόσο επίπονη ή ευχάριστη είναι αυτή η διαδικασία ;
Δ.Κ.: Μου φαίνεται ότι το θέμα έρχεται από μόνο του όταν είναι πρόσφορο το έδαφος. Για αρκετά μεγάλο διάστημα μάλιστα, σε πλησιάζει και μετά πάλι απομακρύνεται. Δεν μπορεί κανείς να εκβιάσει ένα βιβλίο να γραφτεί – σε μεγάλο βαθμό δεν το γράφεις, «σε γράφει». Για να γίνει αυτό όμως, όπως και για να «έρθει» το θέμα, πρέπει να σηκώνεσαι κάθε πρωί και να δουλεύεις με ό, τι και όπως μπορείς.