Το Θέατρο του Νέου Κόσμου, μια από τις πιο σημαντικές θεατρικές σκηνές της Αθήνας, παρουσιάζει το έργο του βραβευμένου D.C. Jackson με τίτλο «Η ρομαντική μου ιστορία», σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου.

Ο ανήσυχος σκηνοθέτης και ιδρυτής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, υπογράφει μια κωμωδία διαφορετική από τις άλλες, με ιδιαίτερες απαιτήσεις για τους ηθοποιούς, αλλά και ξεχωριστή σκηνοθετική ματιά. Για όλα αυτά, μίλησε στο www.culturenow.gr, δίνοντας σε όσους δεν έχουν παρακολουθήσει ακόμη το έργο, πρόσθετους λόγους ώστε να το πράξουν σύντομα.

Συνέντευξη: Νώντας Δουζίνας

Φωτογραφία: Μέρση Τζιμοπούλου 

Culturenow.gr: Αφορμή της συνέντευξης είναι η παράσταση με τίτλο «Η ρομαντική μου ιστορία», την οποία σκηνοθετείτε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Θα μας πείτε λίγα λόγια για τη σκηνοθετική γραμμή που ακολουθήσατε και για τα θέματα που πραγματεύεται το έργο;

Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος: «Η ρομαντική μου ιστορία», με τον ειρωνικό βεβαίως τίτλο, είναι ένα έργο για τις ερωτικές σχέσεις στη μεταμοντέρνα εποχή μας, έργο που με εργαλείο το χιούμορ μιλάει για την αγάπη, τη δυσκολία της επικοινωνίας, την αυταπάτη, την πάλη των δύο φύλων, τους συμβιβασμούς και όλα όσα συνδέονται με το μεγάλο αυτό θέμα. Είναι ένα έργο ανοιχτό για θεατρικό παιχνίδι, έργο που αφήνει μεγάλες ελευθερίες και στον σκηνοθέτη και στους ηθοποιούς. Με τους δύο ηθοποιούς, τον Μάκη και την Κατερίνα, έχουμε ξαναδουλέψει κι άλλες φορές και επικοινωνούμε σαν οικογένεια, η Σύρμω είναι φίλη των παιδιών, οι σχέσεις εμπιστοσύνης λειτούργησαν από την αρχή. Η ιδέα του σκηνικού, που αποτελείται από 69 μαξιλάρια, είναι καθοριστική για τη σκηνοθεσία, καθώς οι χώροι υποδηλώνονται με αφαιρετικό όσο και ευρηματικό τρόπο, τόσο ταιριαστό στην κωμωδία. Ωστόσο η παράσταση, που κυλάει σαν νεράκι επί σκηνής, κρύβει πίσω της πολλή δουλειά, και είμαι τυχερός που τη μοιράστηκα μ’ αυτούς τους ταλαντούχους και διαθέσιμους ηθοποιούς.

Cul.N: Γιατί επιλέξατε το έργο του D.C. Jackson; Ποιο ήταν το σημείο εκείνο που σας κίνησε ιδιαίτερα την προσοχή;

Β.Θ.: Στη ζωή βιώνουμε τις σχέσεις μας μέσα από την προσωπική μας σκοπιά και πολλές φορές δεν έχουμε ιδέα πώς σκέφτεται και πώς αισθάνεται ο άλλος. Στο θέατρο, που είναι τέχνη, μπορούμε να δούμε την πραγματικότητα πιο πρισματικά. Στο συγκεκριμένο έργο ο συγγραφέας αφηγείται την άβολη ερωτική ιστορία των ηρώων του πρώτα από τη σκοπιά του άντρα και στη συνέχεια από τη σκοπιά της γυναίκας. Που θα κοιταχτούν αλλιώς μόνο όταν ο δυνατός άνεμος της ζωής θα σαρώσει ρόλους και κλισέ, αφήνοντας τα πρόσωπα γυμνά και αφτιασίδωτα, με ανοιχτή πλέον την πιθανότητα να συναντηθούν ουσιαστικά.

Cul.N: Όπως ακούγεται μέσα στο έργο, « Αν δεν έχεις βρει τον άνθρωπό σου πριν να πάρεις το πτυχίο σου, θα παντρευτείς κάποιo βούρλο απ’ τη δουλειά σου. Ξέρετε πώς αναπαράγονται τα ζώα σε συνθήκες αιχμαλωσίας; Τα βάζουν στο ίδιο κλουβί». Ένας παραλληλισμός θα μπορούσε να γίνει και με τους ανθρώπους. Συμφωνείτε;

Β.Θ.: Προσωπικά θέλω να αντιστέκομαι αλλά, κακά τα ψέματα, η σύγχρονη πόλη και το εργασιακό περιβάλλον στενεύουν τα περιθώρια για προσωπικές σχέσεις. Η εργασιακή μέρα είναι ατελείωτη, το σπίτι είναι μόνο για να πλένεσαι, ν’ αλλάζεις και να κοιμάσαι, οι συνάδελφοι στο γραφείο πηγαίνουν κάθε Παρασκευή μετά τη δουλειά για ποτά, υποκαθιστώντας τις φιλικές συντροφιές. Έτσι, στα μάτια του συγγραφέα, οι ερωτικές σχέσεις προκύπτουν κι αυτές ανάμεσα στην καφετέρια και στο φωτοτυπικό.

Cul.N: Οι 3 ηθοποιοί του έργου, υποδύονται 21 ρόλους. Γιατί έγινε αυτή η καλλιτεχνική επιλογή και πόσο απαιτητική είναι αυτή η προσέγγιση;

Β.Θ.: Ο ίδιος ο συγγραφέας έγραψε το έργο για ένα θίασο της Γλασκώβης, με τον οποίο παρουσιάστηκε και βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Εδιμβούργου το 2010, έχοντας κατά νου ότι οι ρόλοι θα παιχτούν από 3 ηθοποιούς. Κάπου αλλού βέβαια λέει ότι αυτό δεν εμποδίζει ένα θίασο να παίξει το έργο με περισσότερους ηθοποιούς. Για μας, και κυρίως για τους ηθοποιούς, ήταν μεγάλη πρόκληση να το ανεβάσουμε με 3 πρόσωπα επί σκηνής, που αλλάζουν ρόλους σε δέκατα δευτερολέπτου. Μια επιλογή που, αν έχεις τους κατάλληλους ηθοποιούς, ενισχύει το κωμικό αποτέλεσμα. Κι όπως φαίνεται σ’ εμάς λειτούργησε.

Cul.N: Είστε ο ιδρυτής ενός ανεξάρτητου και ιστορικού πλέον θεάτρου, όπως το Θέατρο του Νέου Κόσμου. Αισθάνεστε δικαιωμένος από αυτή την επιλογή; Γιατί;

Β.Θ.: Η λέξη ιστορικό μου πέφτει βαριά, σαν να μου προσθέτει χρόνια. Αλλά ας το προσπεράσουμε. Δεν τίθεται ζήτημα δικαίωσης. Το να διατηρώ ένα θέατρο και να το μοιράζομαι με τους συνεργάτες μου, έχοντας την ανεξαρτησία μου και την ελευθερία του λόγου και των επιλογών, σε καλλιτεχνικό, ιδεολογικό και όποιο άλλο επίπεδο, είναι κάτι που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία και στο χαρακτήρα μου. Και όπως όλες οι επιλογές, έχει κι αυτή το τίμημά της, που το πληρώνουμε αυτή την εποχή.

Cul.N: Σε ποιο βαθμό επηρεάζουν τις καλλιτεχνικές σας επιλογές οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής μας; Υπάρχει τρόπος να μείνει ανεπηρέαστο το θέατρο από αυτές;

Β.Θ.: Τίποτα δε μένει ανεπηρέαστο απ’ την οικονομική καταστροφή που βιώνουμε, και βέβαια όχι το θέατρο κι ο πολιτισμός, που έχουν εγκαταλειφθεί τελείως από την πολιτεία (παρά τις μεγάλες κουβέντες, πάντα ένα βάρος ήταν ο πολιτισμός γι’ αυτό το κράτος). Εμείς όμως, για να κρατήσουμε τη δημιουργική μας διάθεση και να επιβιώσουμε, πρέπει να βρούμε ό,τι θετικό κρύβεται σ’ αυτή τη δυσμενή συγκυρία και να το αξιοποιήσουμε. Να αναρωτηθούμε και πάλι γιατί κάνουμε θέατρο. Τι έργα ανεβάζουμε. Πού απευθυνόμαστε. Τώρα που όλα έχουν γίνει δύσκολα, είναι η στιγμή να τα ξανασκεφτούμε όλα. Κι αν έχουμε λόγους να κάνουμε θέατρο και είμαστε και προσεκτικοί στις επιλογές μας, πιστεύω πως θα κρατήσουμε.

Cul.N: Εκτός από τις ενδιαφέρουσες παραστάσεις της χειμερινής σεζόν, μας έχετε συνηθίσει και σε εξαιρετικές καλοκαιρινές παραγωγές. Για τα φετινό καλοκαίρι, έχετε κάποια σχέδια που θα μπορούσατε να μας ανακοινώσετε;

Β.Θ.: Θα ξαναπαίξουμε τον Κοινό Λόγο της Έλλης Παπαδημητρίου, μια παράσταση στενά δεμένη με την ταυτότητα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, αφού ήταν η πρώτη που παρουσιάστηκε στην αυλή της αποθήκης του ΦΙΞ το 1997, πριν ακόμα χτιστεί το θέατρο που μας στεγάζει ως σήμερα. Με καινούρια διανομή: Λυδία Κονιόρδου, Ελένη Κοκκίδου, Μαρία Κατσανδρή (η μόνη απ’ τις παλιές), Ελένη Ουζουνίδου, Τάνια Παλαιολόγου. Και, αναπόφευκτα, με καινούρια ματιά, γιατί πέρασε χρόνος, και χρόνος πυκνός, από εκείνο το ανέβασμα. Τα κείμενα, μαρτυρίες γυναικών από τη Μικρασιατική Καταστροφή ως τον Εμφύλιο και τα κατοπινά δύσκολα χρόνια, φωτίζονται με νέο φως στη σημερινή συγκυρία, όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και η επιβίωση είναι άλλη μια φορά το ζητούμενο.