Ο Άλεν Χιουζ στήνει μια υποθετική “Broken City” Νέα Υόρκη, την βουτάει στην διαφθορά και ρίχνει εντός της επιφανείς πολίτες του δημόσιου βίου που σχετίζονται με πολιτικά σκάνδαλα, με μεγαλο-μεσιτικά συμβόλαια και με μυστικά που κρατιούνται ως άσοι στο μανίκι τους. 

Από την Ελένη Φιλίππου

Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης (Ράσελ Κρόου), ο οποίος βρίσκεται στον προεκλογικό πυρετό για την επανεκλογή του. Φοβούμενος ότι η γυναίκα του (Κάθριν Ζέτα-Τζόουνς) τον απατάει, και ότι μια τέτοια πιθανή δημοσιοποίηση θα του στοιχίσει την επανεκλογή, προσλαμβάνει τον πρώην αστυνομικό Μπίλι Τάγκαρτ (Μαρκ Γουόλμπεργκ) για να την παρακολουθήσει. Σε μια πόλη όπου κανείς δεν είναι αυτό που φαίνεται, ο Τάγκαρτ καλείται να ξεμπερδέψει μια υπόθεση – κουβάρι, στην οποία είναι τυλιγμένοι άνθρωποι υπεράνω υποψίας, φόνοι, συμφέροντα και, φυσικά, το μέλλον του ίδιου.

Εγκαταλείποντας το σκηνοθετικό δίδυμο με τον αδελφό του, ο Άλεν επιχειρεί φιλότιμα να δώσει στην Νέα Υόρκη νέο-νουάρ ατμόσφαιρα, αλλά το ίδιο το εγχείρημά του θα τον εγκαταλείψει αρκετά νωρίς, καθώς αυτό-βυθίζεται μέσα στην πολυπλοκότητα του σεναριακού και σκηνοθετικού χάρτη του. Το βασικό μειονέκτημα της ταινίας εντοπίζεται ακριβώς στο πληθωρικό του χαρακτήρα: θέλοντας η ιστορία να πιάσει περιοχές από όλο το σύμπαν που την στοιχειοθετεί, απλώνεται τόσο πολύ, με αποτέλεσμα να αφήνει ανολοκλήρωτα σημεία, τα οποία με την σειρά τους την τιμωρούν με το κατηγορώ του ανεκπλήρωτου και του ημιτελούς (π.χ. ο τσακωμός του Τάγκαρτ με την κοπέλα του – η σχέση του με την οποία καταλαμβάνει σημαντικό μέρος στην αρχή – μένει ξεχασμένος στην άκρη, ενώ η επιστροφή του αλκοόλ στις φλέβες του – υπερτονισμένα μέχρι τα μέσα του έργου – απεξαρτημένου ντετέκτιβ δεν προσθέτει τελικά κάτι στην εξέλιξη). Μέσα σε σχεδόν δύο ώρες, ο Χιουζ πηγαινοφέρνει την προσοχή του θεατή ανάμεσα στην προσωπική πορεία του Τάγκαρτ, στην πολιτική αναμέτρηση μεταξύ των δύο υποψήφιων δημάρχων, στις δολοπλοκίες του Κρόου, στην μυστήρια σχέση της Τζόουνς με τον υπεύθυνο της πολιτικής καμπάνιας του αντίπαλου κόμματος και στην δορυφορική παρουσία του αρχηγού της αστυνομίας, για να καταλήξει σε μια λύση ιστορίας που όλα βρίσκουν την θέση τους όπως – όπως.

Παρόλο τον σεναριακό χαμό, στοιχεία γοητείας υπάρχουν, αν καταφέρεις να εμπιστευτείς τον πρωταγωνιστή, ως οδηγό για την συλλογή των δεδομένων που το έργο απλόχερα διασκορπίζει και, τοιουτοτρόπως, αφεθείς στο ρου της ιστορίας. Διαφορετικά, αισθάνεσαι το χέρι του σκηνοθέτη σε ρόλο ξεναγού να σου συστήνει τα μέρη της πόλης του, χωρίς όμως να σταματάει πουθενά για να περιεργαστείς αυτό που σου δείχνει. Το να αποφασίσει κάποιος άλλος, πέραν του δημιουργού, για το που θα εστιάσει το κέντρο προσοχής του, ώστε να βγάλει άκρη στον λαβύρινθο της ιστορίας, θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ενδιαφέρον καλλιτεχνικό αιτούμενο/παιχνίδι μεταξύ σκηνοθέτη-υλικού-θεατή, με την προϋπόθεση ότι υπάρχει από πίσω ο ανάλογος σχεδιασμός για κάτι τέτοιο. Η περίπτωση του “Broken City” δεν αντηχεί τέτοιου είδους πειραματισμούς, καθώς το παρών ζητούμενο του Χιουζ είναι ο οραματισμός μιας μοντέρνας εκδοχής της σκορσεζικής πόλης-οχετού, όπου ο ήρωας που αναλαμβάνει να «καθαρίσει» την βρωμιά προέρχεται και αυτός από την σκοτεινή πλευρά της.

Εν κατακλείδι, η φιλοδοξία του σκηνοθέτη για μια μεγαλόπνοη, δαιδαλώδη νέο-νουάρ κινηματογραφική απεικόνιση της πόλης-λείψανο δεν εκπληρώνεται. Ωστόσο, η φιλότιμη προσπάθεια να γίνει κάτι διαφορετικό από αυτό που εντέλει είναι, αναγνωρίζεται.

Ελένη Φιλίππου

Σκηνοθεσία: Άλεν Χιουζ

Σενάριο: Μπράιαν Τάκερ

Πρωταγωνιστούν: Μαρκ Γουόλμπεργκ, Ράσελ Κρόου, Κάθριν Ζέτα-Τζόουνς, Μπάρι Πέπερ, Τζέφρι Ράιτ, Κάιλ Τσάντλερ, Αλόνα Ταλ

Διάρκεια: 109΄

Διανομή: Audio Visual