Της Ελισάβετ Σπαντιδάκη

Ιστορίες μικρής, καθημερινής, προσωπικής τρέλας. Αυτό είναι το βιβλίο «Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά». Ένας Κορτώ διαβόητος για το χιούμορ του, πλημμυρίζει 186 σελίδες με προσωπικές ιστορίες. Και σε κάνει να γελάς αράδα την αράδα. Δεν είναι όμως μόνο αυτό.

Μέσα από τις λιλιπούτειες και φαινομενικά χαρούμενες ιστορίες, βλέπεις το είδωλο της εποχής μέσα από τα μάτια ενός τριαντάχρονου συγγραφέα. Στην Ελλάδα του σήμερα, με τις ιδιαιτερότητές του αλλά και τις ιδιαιτερότητες της εποχής, διαβάζεις προσωπικές ιστορίες του. Σου επιτρέπει να εισχωρήσεις μέσα σε αυτές και σου δίνει εκείνος το στίγμα της ατμόσφαιρας. Δεν παύει όμως να σε αφήνει να μπεις στα μύχια της ψυχής του και να διαβάσεις όλα αυτά που δε γράφονται ή που παραμελείς στην πρώτη όψη. Είναι κάτι σαν τους κλόουν: χαμογελαστά πρόσωπα, γκάφες μεγεθυμένες όπως οι μύτες και τα παπούτσια τους και στην πραγματικότητα, πίσω απ’ όλο αυτό βρίσκεται ένας απλός, καθημερινός άνθρωπος που το δικό του, προσωπικό φορτίο τον κάνει βαρύ, ασήκωτο, αγέλαστο.

Guest star οι κατσαρίδες. Παντού και πάντα όπως και στην καθημερινή ζωή, και δυστυχώς, τις πιο ακατάλληλες στιγμές. Όχι πως υπάρχουν κατάλληλες για τις κατσαρίδες – εδώ πιστεύω ότι θα συμφωνήσει και ο συγγραφέας μαζί μου. Κι όπου «κατσαρίδα», τοποθέτησε την αντίστοιχη φοβία σου και ξαφνικά δε νιώθεις ότι διαβάζεις κάτι τόσο προσωπικό, παρόλο που είναι.

Το «θέμα» με τον Κορτώ είναι ο αυτοσαρκασμός. Και μέσα από τον αυτοσαρκασμό η διάθεση του ανθρώπου να μπορεί να ζει με τον εαυτό του. Δυσκολότερο απ’ όσο ακούγεται. Το φορτίο είναι πάντα βαρύ, πηγαίνει χρόνια πίσω και απαιτούνται επί σειρά ετών αναμοχλεύσεις και ανακατατάξεις προκειμένου να κατασταλάξεις στο απλό, απλούστατο συμπέρασμα ότι είσαι αυτός που είσαι. Κι όσο τετριμμένο και να ακούγεται, αυτό που είσαι είναι μοναδικό ακριβώς για όλους αυτούς τους λόγους που απαρτίζονται από συμπεριφορές, φόβους κι αναμνήσεις.
Ο «Άνθρωπος που έτρωγε πολλά» είναι ένα παράθυρο όχι στην ψυχή του συγγραφέα αλλά στου κάθε αναγνώστη. Το βιβλίο εισχωρεί μέσα του ακριβώς γιατί κι ο συγγραφέας μιλάει κατευθείαν σε αυτόν.