Στο θέατρο «Τόπος αλλού», από τις 5 Δεκεμβρίου «φυτρώνει»  ένα «Δάσος, βαθύ και σκοτεινό». Για την ακρίβεια μία καλύβα σ’ ένα

Από τη Φωτεινή Τσαρδούνη

τέτοιο μυστήριο περιβάλλον. Η ξύλινη ζεστασιά του ίδιου του θεάτρου εξαπλώνεται και στην θεατρική σκηνή, κατάμεστη από βιβλία και χρονικά εν μέσω μίας βραδινής μετακόμισης. Έξω η φύση σείεται από τις αστραπές και την βροχή (ηχητικό περιβάλλον από τον Κώστα Χαριτάτο), ενώ  μέσα αναζητείται η ηρεμία και η άφεση αμαρτιών.
Βρισκόμαστε σε μια επαρχία της  σύγχρονης Αμερικής  όπου η Μπέτυ (Τζωρτζίνα Παλαιοδώρου)  είναι μία διανοούμενη καθηγήτρια στο τοπικό κολέγιο. Έχει καλέσει  τον αδερφό της , Μπόμπυ (Μάξιμο Μουμούρη) να την βοηθήσει στο άδειασμα της καλύβας, αν και δεν έχουν ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους.  Σε ποιον ανήκει όμως η καλύβα; Γιατί να πρέπει να γίνει μέσα σε μία νύχτα η μετακόμιση; Γιατί η Μπέτυ να ενδιαφέρεται τόσο πολύ; Τα δυο αδέρφια, γιατί έχουν απομακρυνθεί το ένα από τον άλλο; Και ο έρωτας; Τι θέση έχει μέσα σε όλα αυτά; Τα δυο αδέρφια μάχονται, δείχνουν τα δόντια τους και δαγκώνουν το ένα το άλλο, γιατί η ίδια η «αλήθεια δαγκώνει».
Εν μέσω μίας άγριας νύχτας, ο Neil LaBute στήνει ένα ψυχολογικό θρίλερ. Αν η καλύβα είναι το κορμί των ηρώων, η καταιγίδα που μαίνεται  έξω είναι το περιβάλλον τους, όπου άγρια μεγάλωσαν και άγρια μεγαλώνουν. Ό, τι γίνεται  μέσα σ’ αυτήν είναι και ένας εσωτερικός πόλεμος με τον εαυτό τους, αλλά και με το έτερο  αδελφικό ήμισυ . Στήνουν σα στρατιωτάκια τις ηθικές τους αρχές, τις διαψεύσεις τους, τα κεκτημένα ή μη, το τρόπο που αποφάσισαν να ζουν για να επιβιώσουν.  Η  φτιαχτή διαφορετική κοινωνική τους τάξη, οι επιλογές του παρελθόντος, όλα όπλα στις  μεταξύ τους μάχες, για να εκφράσουν  πως τελικά ο ένας έχει τον άλλον. Το ένστικτο για υπεροχή και του «να φανώ σωστός» συγκαλύπτει το πόσο ευάλωτοι είναι οι χαρακτήρες, αλλά το καταπιεσμένο υποσυνείδητο και συνειδητό τσιγκλά να βγει στην επιφάνεια. Πράξεις και αλήθειες κρύβονται ως το τέλος, αλλά τελικά όλα έρχονται στο φως.

Ο Neil LaBute είναι θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης. Η κινηματογραφική του παιδεία παρεισφρύει και στην δόμηση του συγκεκριμένου έργου. Διάλογοι άμεσοι, ρυθμός γρήγορος, εναλλαγές εικόνων και εντάσεις που αυξομειώνονται. Η τραγικότητα των ηρώων αναδεικνύεται μέσω των διαλόγων, το βάρος των οποίων μετατίθεται κάθε φορά μεταξύ των δύο ηρώων, σαν να κάνει η κάμερα κοντινό πλάνο στην σκιαγράφηση της σκοτεινής και ανομολόγητης ύπαρξής τους. Στο κινηματογράφο όμως μπορεί, χάρη στο μοντάζ και στα επιλεγμένα πλάνα,  να κρυφτούν  στοιχεία της ιστορίας. Στο θέατρο δύσκολα. Έτσι λοιπόν, τα μάτια του θεατή μπορούν από τα μισά της παράστασης να μαντέψουν  τί μυστικό κρύβεται για το τέλος. Από την άλλη μεριά, στο θέατρο δε βλέπουμε μόνο ιστορίες, αλλά και τον τρόπο που παρουσιάζονται αυτές. Κι εδώ παίρνει θέση η σκηνοθετική επιλογή.

Όντας ρεαλιστικό το κείμενο, ρεαλιστική είναι και η παρουσίασή του από τον σκηνοθέτη της παράστασης, Νίκο Καμτσή. Το βάρος πέφτει στους δύο ηθοποιούς  που καλούνται να δείξουν μα ευρεία γκάμα συναισθημάτων και εσωτερικών παρά εξωτερικών δράσεων. Ως ρόλος η Μπέτυ, (Τζωρτζίνα Παλαιοθοδώρου) είναι αυτή που κρύβει και προσπαθεί να προστατέψει τα περισσότερα. Η αμηχανία της ηρωίδας να καλυφθεί μπροστά στα μάτια του αδερφού της, την διακατείχε στα περισσότερα σημεία της παράστασης και δυστυχώς αυτό της βγήκε και ως σκηνική παρουσία. Οι κορυφώσεις του έργου διαδέχονταν η μία την άλλη κάθε φορά που προστίθετο ένα καινούργιο στοιχείο στην ιστορία, με αποτέλεσμα να επαναπροσδιορίζεται κάθε φορά η ισορροπία της πλοκής, αλλά και να χαθεί στο τέλος το σημείο της πραγματικής αλλαγής των ηρώων. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο είδαμε εντάσεις και ανεβοκατεβάσματα από την ηρεμία ως και  ξεσπάσματα σε κλάματα, να δίνουν και να παίρνουν σε όλη την διάρκεια από την Μπέτυ, αλλά δυστυχώς βλέπαμε από την ηθοποιό  κυρίως  τα άκρα, ενώ χάσαμε τις ενδιάμεσες μεταβάσεις. Ο Μπόμπυ από την άλλη (Μάξιμος Μουμούρης), ήρεμα δυναμικός από την αρχή, κρατούσε την παράσταση, ώστε να μην αποβεί απλά μία έκφραση καρδιογραφικών εξάρσεων και υφέσεων.

Πραγματικά αληθινή και επικοινωνιακή η στιγμή που τα δύο αδέρφια, μετά από ακόμα ένα ξέσπασμα,  ηρέμησαν και κάθησαν  να στρίψουν τσιγάρο και να καπνίσουν μαζί. Βλέπαμε πραγματικά δυο μικρά παιδιά να είναι προσηλωμένα και αφοσιωμένα στο παιχνίδι τους.

Παραδόξως, παρά το επαναλαμβανόμενο μοτίβο συμπεριφορών των δύο αδερφών (πρόκληση, αντεπίθεση, κλάμα, άδειασμα – πρόκληση, αντεπίθεση κ.ο.κ.), τα 110 λεπτά της παράστασης (χωρίς διάλειμμα) πέρασαν, με το τελικό χειροκρότημα των θεατών ν’ αναγνωρίζει, πάρα τ’ αύτα, την ενέργεια και το δόσιμο των δύο ηθοποιών.