Από τη Φωτεινή Τσαρδούνη

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η γιαγιά Λεμονιά. Γονείς της η θεατρική ομάδα «Τέχνης Νεύμα». Ερωτεύθηκαν στην Θεσσαλονίκη το 2004 και από τότε άρχισαν τα πολλά τους ταξίδια ψάχνοντας όμορφες ιστορίες. Τον Ιούνιο του 2009 βρέθηκαν στο ετήσιο εργαστήρι θεατρικής μαριονέτας του κουκλοθεάτρου AYUSAYA! όπου και  «γέννησαν» τη γιαγιά Λεμονιά.  Η γλυκιά αυτή γιαγιά, αν και μόλις 3 χρονών, έχει ήδη ταξιδέψει σε πολλά μέρη του κόσμου (Κύπρο, Νότια Αφρική, Καζακστάν,  Ιταλία) και της Ελλάδας ( Θες/νίκη, Βόλο, Κέρκυρα, Δονούσα και αλλού). Τώρα που έχει μπει ο χειμώνας όμως, μένει στο θέατρο ΠΚ κι εκεί τις Κυριακές ανοίγει τις πόρτες του σπιτικού της και μας υποδέχεται.

Η γιαγια Λεμονιά ζει μόνη και ζυμώνει για να μη ζει μόνη.  Απλά και ειλικρινά πράγματα, όπως το βλέμμα της. Με ευλάβεια παίρνει το αλεύρι, το νερό και ό, τι άλλο χρειάζεται για να πλάσει το ζυμαράκι της. Μια τελετουργική διαδικασία που της δίνει τον χρόνο να αστειευτεί, να θυμηθεί τα νιάτα της, να χορέψει, να θυμώσει και να ξαναμαλακώσει. Το ζυμάρι στα χέρια γίνεται η δικιά της κούκλα, παίρνει μορφές, ταξιδεύει, αγαπά, ζυμώνεται και αλλάζει μορφές,  όπως κάνουν και οι άνθρωποι.  Η γιαγιά Λεμονιά έχει χιούμορ, δεν χάνει το κέφι της, ακόμα και όταν συνειδητοποιεί τον χρόνο που περνά από πάνω της. Είναι γεμάτη θαλπωρή και αγάπη για τα ζυμαρένια της παιδιά. Μέσα στη μοναξιά της φτιάχνει η ίδια  ό,τι μπορεί να της λείπει και ταξιδεύει…

Η γιαγιά Λεμονιά είναι μια κούκλα σε φυσικό μέγεθος που την εμψυχώνει η Ευαγγελία Νικηφόρου. Η κουκλοπαίκτρια ενδύεται την κούκλα της, της δανείζει τα χέρια της και ξεδιπλώνουν μαζί, μπροστά σε μικρούς και μεγάλους θεατές, τις ανησυχίες της Λεμονιάς. Η ελάχιστα επιπλωμένη κάμαρα της Λεμονιάς δεν έχει τίποτα το περιττό. Κάθε αντικείμενο στο άγγιγμα της γιαγιάς αποκτά σημασία και τη λειτουργικότητά του. Αυτά είναι η συντροφιά  και το σύμπαν της. Η γιαγιά Λεμονιά ζει εκεί ανάμεσα, στα πράγματα που οι «ζωντανοί» προσπερνούν καθημερινά.  Αν και χωρίς λόγο, η εκφραστικότητά της γέμιζε τις λεκτικές απουσίες. Πότε νωχελική, πότε σπιρτόζα έδινε το ρυθμό που ήθελε στις εικόνες που δημιουργούσε. Ο χρόνος δεν ήταν μόνο για να τρέχει, αλλά και για να επιμένει με την σταθερότητά του. Τα φώτα επίσης  πάγωναν τον χρόνο ή ήταν η αγκαλιά της μνήμης της γιαγιάς.

Ξεχνούσαμε μικροί μεγάλοι ότι μπροστά μας ήταν μια κούκλα. Αυτή άλλωστε είναι και η μαγεία του θεάτρου, να ζωντανεύει! Αυτή η μαγεία ήταν συνεχώς παρούσα, μέσα από την πραότητα και την ευγένεια της γιαγιάς Λεμονιάς. Δεν χρειαζόταν και πολύ φαντασία για να πιστέψει κανείς ότι μπροστά του είχε μια γιαγιά που έμοιαζε μια κούκλα! Η κίνηση της αργή ή «κοτσονάτη», αλλά πάντα ποιητική και ατμοσφαιρική. Τα παιδιά γελούσαν αθώα ακόμα και σε δήθεν αδιάφορες αντιδράσεις της γιαγιάς Λεμονιάς. Οι αισθήσεις μας ήταν παρούσες σε κάθε επόμενο βήμα της κούκλας – γιαγιάς.

Η παράσταση κράτησε 40 λεπτά. Διάρκεια πλήρης για να μην προλάβουν οι μικρότεροι θεατές να κουραστούν από την όμορφη ιστορία δίχως λόγια (όχι ότι καταλαβαίνεις την απουσία τους). Η ιστορία της γιαγιάς Λεμονιάς καταλήγει με την απομυθοποίησή της  και την γνωριμία του κοινού με την κούκλα και την κουκλοπαίκτρια. Μικροί μεγάλοι μπορούν στο τέλος να την αγγίξουν , να ρωτήσουν πως κινείται, τί φοράει. Το ζυμάρι, που στα χέρια της Λεμονιάς πήρε διάφορες μορφές, τοποθετείται στα χέρια των παιδιών. Σκέφτονται όλα αυτά που έφτιαξε η γιαγιά και προσπαθούν κι εκείνα να πλάσουν με την δική τους φαντασία. Μια παράσταση που στηρίχτηκε σε μια απλή ιδέα: στη μοναξιά μια γιαγιάς που πλάθει τον ατελείωτο χρόνο και τη μνήμη  της όπως ένα κομμάτι ζυμάρι. Καμιά φορά οι πιο απλές ιδέες κρύβουν και τα μεγαλύτερα νοήματα. Μικροί μεγάλοι έχουμε να κερδίσουμε από την ιστορία της γιαγιάς Λεμονιάς. Από το ν’ ανακαλύψουμε πόσους πολλούς κόσμους μπορεί να εμπνεύσει μια άψυχη (;) κούκλα μέχρι και το να  δούμε την τρίτη ηλικία κατά πρόσωπο και το πόσο ανάγκη έχει την φροντίδα και την παρέα