Ο Άγγελος Αντωνόπουλος, αναμετράται φέτος στο Τριανόν, με έναν δύσκολο και απαιτητικό ρόλο…

Στο μονόλογο που έχει γράψει ο ίδιος, ερμηνεύει τον επιστήμονα Γαλιλαίο, σε μια προσπάθεια να παρουσιάσει στο ευρύ κοινό το επιστημονικό του έργο, σε συνδυασμό με τη ζωή του και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε.

Ο βετεράνος ηθοποιός, που βάζει τη σφραγίδα του συγγραφικά, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά στο Γαλιλαίο, επιβλητικός αλλά και ευγενέστατος ταυτόχρονα, μίλησε στο www.culturenow.gr για το έργο, την τέχνη και την επιστήμη. Απολαύστε τον!

Συνέντευξη: Νώντας Δουζίνας Photos 1,3: Στέλιος Ματσάγγος

Culturenow.gr: Ας ξεκινήσουμε τη συνέντευξη, δίνοντάς μας τη δική σας οπτική για το έργο. Πώς σας γεννήθηκε η ιδέα να γράψετε το Γαλιλαίο;
Άγγελος Αντωνόπουλος: Ο Γαλιλαίος είναι μια προσωπικότητα, ένα πορτραίτο, που με απασχολεί πάρα πολλά χρόνια, από τότε που είδα καταρχάς την παράσταση με το έργο του Μπρεχτ. Σαν ιστορική λοιπόν μορφή με συγκλόνισε. Έκτοτε, αυτό υπήρχε πάντα σαν ανησυχία μου, ενώ το έργο του Μπρεχτ δε μπορεί να ανέβει, διότι έχει πάνω από 50 πρόσωπα. Εγώ όμως ήθελα να παίξω το Γαλιλαίο, οπότε άρχισα να προβληματίζομαι για να γράψω ένα μονόλογο. Βέβαια, η βιβλιογραφία που απαιτείται είναι τεράστια, γιατί για ένα τέτοιου ιστορικού εκτοπίσματος πρόσωπο, αντιλαμβάνεστε πόσα πράγματα έχουν γραφτεί. Πρέπει να πω, ότι όταν αρχίσεις να ασχολείσαι με το θέμα, αντιλαμβάνεσαι πόσο αδιάβαστος είσαι. Τόσο πολλά βιβλία πρέπει να διαβάσεις για να ασχοληθείς με το θέμα έτσι όπως ασχολήθηκα εγώ. Αναφορικά με το συγγραφικό αυτό εγχείρημα, μπούσουλας ήταν και το προηγούμενο έργο που είχα παίξει, ο Μαρξ. Το εννοώ αυτό ως εξής: Ο Χάουαρντ Ζιν που είχε γράψει το Μαρξ, κατά τη γνώμη μου τον είχε γράψει αριστοτεχνικά. Δε μπορούσα λοιπόν να αγνοήσω το είδος γραφής του Χάουαρντ Ζιν, για να ξεκινήσω αυτό που ξεκίνησα, διότι είδα ότι μέσα στο οδοιπορικό αυτού του ανθρώπου, υπήρχαν στοιχεία που δημιουργούν αυτό που λέμε συγκινησιακή λειτουργία και μόνο έτσι μπορεί να γίνει το θέατρο. Η συγκινησιακή λειτουργία δημιουργείται κυρίως από τα στοιχεία της ζωής του ήρωα μας. Δεν πρόκειται μόνο για τις επιστημονικές πληροφορίες. Πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο έγινε καθηγητής Πανεπιστημίου, πόσο δυσκολεύτηκε για να γίνει, σε ποιες καταστάσεις προσέκρουσε η επιδίωξή του, ποια ήταν η οικονομική και οικογενειακή του κατάσταση. Από εκεί και πέρα, εμφανίζονται με την έρευνα τα κοινωνικά, επιστημονικά περιβάλλοντά του, καθώς και το περιβάλλον των ανθρωπίνων σχέσεων. Αυτό λοιπόν είναι πολύ ενδιαφέρον, το είχε κάνει ο Χάουαρντ Ζιν με τον Μαρξ και είδα πώς λειτούργησε, ενώ βλέπω και πόσο λειτουργεί και σήμερα ο Γαλιλαίος. Αυτή τη στιγμή έχουμε κάνει ακόμη λίγες παραστάσεις και είμαι πάρα πολύ αισιόδοξος, γιατί έχω εισπράξει τον ενθουσιασμό αυτών των θεατών που ήρθαν στις λίγες αυτές παραστάσεις.

C.N.: Σε ποιο κοινό θεωρείτε πως απευθύνεται το έργο;
Α.Α.:
Ευελπιστώ, πως από εδώ και πέρα το έργο αυτό θα αποτελέσει ένα δίαυλο επικοινωνίας με ευρύτερα στρώματα. Δεν πιστεύω ότι ο Γαλιλαίος είναι ένα ελιτίστικο θέμα, θεωρώ πως είναι ένα λαϊκό θέμα και πως αποτελεί λαϊκό θέατρο. Βλέπω πόσο ερεθίζει τον κόσμο, άρα πρόκειται για ένα ευρύτερα αποδεκτό και ενδιαφέρον θέμα.

C.N.: Έχετε ασχοληθεί τόσο με τη συγγραφή, όσο και με τη σκηνοθεσία του έργου. Πώς προέκυψε αυτό;
Α.Α.:
Πρέπει να σου πω, ότι πολλές φορές έγραφα από τις 5 το πρωί, γιατί αν μπει αυτό το ζιζάνιο στο μυαλό σου οι ώρες του ύπνου μειώνονται, πετάγεσαι από το κρεβάτι και στις πρωινές ώρες το μυαλό είναι γόνιμο και μπορείς να δουλεύεις αποδοτικά. Έχοντας λοιπόν επιλέξει και τα βοηθήματά μου, επιχείρησα αυτό το εγχείρημα. Δεν άντεξα στον πειρασμό να κάνω και τη σκηνοθεσία, αλλά γιατί να μην την κάνω; Πρόκειται για ένα έργο που το έχω κάνει εγώ, που γνωρίζω όλα τα συστατικά του.

C.N.: Εκτός από τη σκηνοθεσία, ερμηνεύετε έναν απαιτητικό μονόλογο. Πώς καταφέρνετε να συνδυάζετε και να ισορροπείτε μεταξύ τους τη συγγραφή, σκηνοθεσία και ερμηνεία του έργου;
Α.Α.:
Δε μπορώ να πω ότι είναι εύκολο πράγμα αυτό. Η ερώτησή σου ξεκινάει από το γεγονός ότι βλέπεις πως είναι δύσκολο. Χρειάζεται αντοχές και γεμάτες μπαταρίες. Θα μπορούσα να μην έχω αυτές τις αντοχές, όμως ευτυχώς τις έχω. Είμαι συνεχώς σε εγρήγορση, ακριβώς διότι δουλεύω πολύ. Αν δε δούλευα πολύ θα είχα βρεθεί στο τέλμα, όμως είμαι συνεχώς σε μια δραστηριότητα και δεν προγραμματίζω κανένα τέλος. Δεν αισθάνομαι αυτό το τέλος, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι στα μισά του δρόμου και μπορώ να προγραμματίζω και να έχω εφόδια για να προχωρώ. Λοιπόν, σκηνοθεσία και υποκριτική ταυτόχρονα δεν είναι εύκολος συνδυασμός. Αν σκεφτείς όμως ότι έχω μισόν αιώνα στο θέατρο και μέσα σε αυτό το μισόν αιώνα, πέραν του ότι ερμήνευσα χιλιάδες ρόλους που μου έχουν προσφέρει μια υποκριτική άθληση, έχω κάνει και κάποιες σκηνοθεσίες, σε έργα που έπαιζα κιόλας, μπορώ να πω ότι υπάρχει μια εμπειρία. Πέρα από αυτό, ήμουν για 30 χρόνια δάσκαλος σε δραματικές σχολές. Αυτό είναι ένα εφόδιο για έναν άνθρωπο που ασχολείται με την υποκριτική, διότι όταν διδάσκεις υποκριτική, κάθε μέρα διδάσκεσαι και εσύ ο ίδιος. Βλέπεις πώς προβάλλεται το πρόβλημα και πώς αντιμετωπίζεται, από τον άνθρωπο που βρίσκεται μπροστά σου σαν σπουδαστής. Εσύ με τη σειρά σου, πρέπει να βρεις διαύλους επικοινωνίας με αυτόν. Άρα λοιπόν, όταν υπάρχουν όλες αυτές οι εμπειρίες, γίνεται αντιληπτό ότι με τον ίδιο τρόπο θα ανασύρεις και από εσένα τον ίδιο τα στοιχεία που χρειάζονται για να αντιμετωπιστεί αυτός ο ρόλος με τόση διάσταση και τέτοια πολύπλευρη σύσταση. Αυτό ήταν δύσκολο αφενός, αλλά και πολύ ελκυστικό αφετέρου.

C.N.: Με ποιο κριτήριο επιλέγετε τα έργα που συμμετέχετε και τους ρόλους που ερμηνεύετε; Άλλωστε, τα τελευταία χρόνια σας βλέπουμε σε μονολόγους στο θέατρο.
Α.Α.:
Έχοντας το προηγούμενο του Μαρξ, αισθάνθηκα ότι η επόμενη επιλογή μου θα έπρεπε να έχει κάποια συνέπεια. Δε θα μπορούσα ούτε θεματολογικά, ούτε κατ’ είδος θεάτρου να βρεθώ σε ένα χώρο απλώς διασκεδαστικό. Έπρεπε λοιπόν να βρω ένα έργο, που να έχει τουλάχιστον τους ίδιους προβληματισμούς. Να έχει μια ιδεολογική κατάθεση, όπως έχει ο Μαρξ. Έτσι νομίζω ότι βρίσκομαι σε μια ιδεολογική συνέπεια, σε μια γραμμή που ακολουθεί πιστά το προηγούμενο. Πρέπει δε να πω ότι αναφέρθηκα, ενδεχομένως να θεωρηθεί και επηρμένα, στα πολλά χρόνια που έχω παίξει θέατρο και στους πολλούς ρόλους. Μέσα σε όλα αυτά έχω παίξει και σε έργα, που δεν είχαν ιδιαίτερο βάθος, αλλά όμως πάντα με σεβασμό προς το κοινό, αφού ποτέ δεν έπαιξα σε υποπροϊόντα, σε παραθέατρο. Πάντα βρισκόμουν μακριά από αυτό. Αλλά πρέπει να πω, ότι οι επιλογές μου ως επί το πλείστον και κυρίως τα τελευταία χρόνια, είναι ιδιαιτέρου βάρους και ιδιαιτέρων αξιώσεων. Τέτοιες επιλογές ήταν η διασκευή του έργου του Σαμαράκη «Σήμα Κινδύνου», ή ένα έργο του Σκούρτη, αμφότερα στο Θέατρο Τέχνης. Ακόμη, στο Θέατρο Τέχνης ανεβάσαμε ένα έργο για τον Φουρτβέγκλερ, έναν κορυφαίο μαέστρο του 20ού αιώνα, ο οποίος κατηγορήθηκε με το πέρας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ότι συνέπραξε με τους Ναζί, γιατί ζούσε στη Γερμανία και με την κατάληψη του Βερολίνου από τις Συμμαχικές Δυνάμεις, υπέστη μια ανάκριση. Ποιος; Ο Φουρτβέγκλερ, μια τεράστια προσωπικότητα. Αυτή η ανάκριση ήταν το θέμα της παράστασης. Αντιλαμβάνεσαι λοιπόν ότι έπαιζα έναν ήρωα τέτοιου εκτοπίσματος και διάστασης. Αναφέρω τέτοιες παραστάσεις, που πλέον μου υπαγορεύουν τις επιλογές μου. Αισθάνομαι ότι υπάρχει μια επικοινωνία και ανταπόκριση πια. Είμαι δεδομένος για το κόσμο, τόσο εγώ όσο και το είδος μου. Το επιδίωξα, αισθάνομαι ότι συνέβη και το υπηρετώ με όση μεγαλύτερη συνέπεια μπορώ.

C.N.: Μιλήσατε για ιδεολογία. Είναι μια περίοδος που συζητούμε πολύ για ιδεολογίες. Η τέχνη ποια θέση έχει σε αυτή τη συζήτηση;
Α.Α.:
Στις μεγάλες κρίσεις της ιστορίας και του κόσμου, η τέχνη είναι πάντα παρούσα, όπως υποχρεούται. Βεβαίως, έχει μεγάλα επιτεύγματα καθώς προσπαθεί να είναι τόσο παρούσα, όσο και μάχιμη μέσα στις αγωνίες του κόσμου. Πολλές φορές γίνεται το λάθος να είναι στρατευμένη. Αυτό πάλι είναι κακό. Όταν όμως μπορεί να εκφράζεται μέσα από την ελευθερία που δικαιούται, γιατί αν δεν την έχει ευνουχίζεται και είναι κατευθυνόμενη, δίνει ένα τεράστιο και σημαντικό «παρών». Έτσι και σήμερα, πρέπει τουλάχιστον να μην απουσιάζει. Όταν λέμε τέχνη, μιλάμε για όλα τα είδη της, για θέατρο, λογοτεχνία, ποίηση. Φέτος εξέδωσα ένα βιβλίο, μια ποιητική συλλογή με τίτλο «Αφύλακτη διάβαση», γιατί και με αυτό τον τρόπο προσπαθώ να είμαι παρών στην εποχή μου και στις αγωνίες των ημερών μας.

C.N.: Το έργο σας αναφέρεται στην επιστήμη. Θα μπορούσαμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό μεταξύ τέχνης και επιστήμης, μέσω μιας κοινής ανάγκης έκφρασης και έρευνας;
Α.Α.:
Αν δικαιούμαστε να εκφέρουμε γνώμη, θα λέγαμε ότι το δρόμο που μας έδειξε ο Γαλιλαίος, έχουμε δει κατά καιρούς να ακολουθούν και άλλοι μεγάλοι επιστήμονες. Το ζήτημα είναι ότι πρέπει να βρούμε την άλλη διάσταση. Βεβαίως ο Γαλιλαίος ήταν μεγάλος επιστήμων. Βεβαίως ο Γαλιλαίος ήταν ένας εναγώνιος επιστήμων, αλλά και πείσμων. Παρά την καταδίωξη και σύγκρουσή του με την εξουσία, επέμεινε, επέζησε, έφτασε ακόμη και υπό την απειλή της πυράς, για να μπορέσει να κάνει το έργο του αποδεκτό. Επειδή πολλοί επιστήμονες έχουν υποστεί διώξεις από το κατεστημένο, τότε αυτομάτως γίνεται ένας παραλληλισμός.

C.N.: Είναι σαν να προσπαθεί κάποιος να κάνει μια δήλωση στην εποχή του, είτε αυτή είναι επιστημονική είτε καλλιτεχνική. Σαν να προσπαθεί να δώσει το δικό του μανιφέστο…
Α.Α.:
Βεβαίως! Όπως είπα, η τέχνη έχει ανάγκη να είναι πάντα παρούσα ως μάχιμη, όχι ως εφησυχασμένη. Εφόσον είναι παρούσα ως μάχιμη πάντα, κάθε κίνησή της είναι μανιφέστο. Είτε βγαίνει στους δρόμους, είτε αντιστέκεται, είτε προφυλακίζεται, είτε είναι παρούσα με τα έντυπα, τη ζωγραφική, τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη μουσική. Τα ξέρουμε αυτά, τα έχουμε ζήσει στον καιρό μας. Μανιφέστα είναι αυτά. Στην εποχή μου τραγουδούσαμε κάτι αβαθή τραγουδάκια, κάτι ανοησίες και ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά στο Θεοδωράκη, ο οποίος έγραψε μουσική που μας ξεσήκωσε, μας συνεπήρε και μας ανέδειξε τη μεγάλη ελληνική ποίηση. Ποιος άνθρωπος του λαού θα καθόταν ποτέ στην ταβέρνα να τραγουδήσει Ελύτη και Σεφέρη; Και όμως έτσι έγινε. Ήταν μανιφέστα αυτά, αν σκεφτούμε και πόσο διώχθηκε ο Θεοδωράκης. Αυτό το μεγάλο άντρα, τον είχαν σε κάποιο χωριό σε κατ’ οίκον περιορισμό, όπως και το Γαλιλαίο.

C.N.: Παρά τη διαφορά μεταξύ των αιώνων, οι ομοιότητες είναι πάρα πολλές. Συμφωνείτε;
Α.Α.:
Ακριβώς! Αυτές είναι οι μεγάλες παρουσίες που καταφέρνουν, τουλάχιστον ο Γαλιλαίος, να αλλάξουν την ιστορία του κόσμου. Ο Γαλιλαίος άλλαξε την πορεία του κόσμου, μέσα από την επιστήμη. Το περιβάλλον τότε ήταν ιδιαίτερα ανήσυχο. Ας μην κοιτάμε που στην Ιταλία «τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά» λόγω του ότι η Καθολική Εκκλησία δεν είχε ακολουθήσει την εξέλιξη της Αναγέννησης. Μιλάμε για μια εποχή που η Ευρώπη έσφυζε από Αναγέννηση. Ήταν από τις μεγαλύτερες εποχές στην ιστορία των γραμμάτων και της τέχνης. Σύγχρονοι του Γαλιλαίου ήταν ο Σαίξπηρ ή ο Ρισελιέ, που ίδρυσε για πρώτη φορά την Ακαδημία των Γραμμάτων στη Γαλλία. Γενικώς υπήρχε ένα τρομακτικό ρεύμα, στη συνέχεια επήλθε ο Ρομαντισμός, ένα άλλο μεγάλο πνευματικό κίνημα. Όλοι αυτοί, είναι προφήτες αυτών των εξεγέρσεων, γιατί ο Ρομαντισμός για παράδειγμα, πέρα από το ότι ήταν ένα πνευματικό κίνημα στη λογοτεχνία ή στη μουσική, πέρασε και στην πολιτική διαδικασία της ανθρώπινης σκέψης. Με το Ρομαντισμό εξεγέρθηκαν οι λαοί της Ευρώπης και αποτίναξαν τη Φεουδαρχία.

C.N.: Τελικά βλέποντας και την πορεία του Γαλιλαίου, η επιστημονική έρευνα είναι ένα ποτάμι που δε γυρίζει;
Α.Α.:
Δε γίνεται αλλιώς. Ακόμη και σε καταφύγια, η έρευνα θα γίνεται πάντα. Αφού υπάρχουν άλυτα προβλήματα, η επιστήμη έχει την αγωνία αυτών των προβλημάτων. Εδώ μαστίζεται ο κόσμος από ασθένειες που δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί, τουλάχιστον αποτελεσματικά.

C.N.: Πώς προσεγγίσατε το ρόλο; Προσπαθήσατε να διαχωρίσετε τον επιστήμονα Γαλιλαίο από τον άνθρωπο;
Α.Α.:
Όχι! Όταν σκιαγραφείς την προσωπικότητα και απαλλάξεις το ένα στοιχείο από το άλλο, κάπου θα γίνει το λάθος. Πρέπει μέσα σε όλες τις συνθήκες της ζωής, να υπάρχει η αγωνία του επιστήμονα. Πρέπει μέσα στις συνθήκες του επιστήμονα, να υπεισέρχονται οι αγωνίες της ζωής, οι προσωπικές σχέσεις, το σπίτι, τα οικονομικά. Για παράδειγμα, ο Γαλιλαίος έκανε μια ανακοίνωση για τα επιπλέοντα σώματα. Ενώ λοιπόν έκανε αυτή την ανακοίνωση, ένας καλόγερος την άλλη μέρα μάζευε τον κόσμο σε μια πλατεία και μιλούσε για τον τρισκατάρατο Γαλιλαίο. Ο Γαλιλαίος κάνει μια ανακοίνωση σε μια Ακαδημία, για τους νόμους της βαρύτητας των σωμάτων και την άλλη μέρα ένας επίσκοπος μιλάει για τον καταραμένο Γαλιλαίο, για το μανιακό και δαιμονικό αυτό άνθρωπο. Τούτων όλων δοθέντων, τον βάζω να λέει: «Αναλογίζομαι πώς έφτασα μέχρι εδώ, ακούγοντας τόσα χρόνια υστερικές κορώνες εναντίον μου από χιλιάδες άμβωνες, ενορχηστρωμένες από τον Πάπα Παύλο V».