Ο κινηματογράφος «Αλέκα Ζωγράφου» θα προβάλλει δυο ταινίες του μεγάλου Γάλλου σκηνοθέτη Φρανσουά Τρυφώ, σε συνεργασία με τη New Star

… στις 6-9 Σεπτεμβρίου 2012.

Από ΠΕΜΠΤΗ 6/09 έως ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 7/09

«ΤΑ 400 ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ» του Φρανσουά Τρυφώ, με τους Ζαν-ΠιερΛεό, Αλμπέρ Ρεμί.

Η ταινία που απέφερε στον Φρανσουά Τρυφώ, το Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών 1959.

Η ταινία ορόσημο της Nouvelle Vague

Πικρή, ευαίσθητη, με λυρική διάθεση, σχόλιο πάνω στην παιδική ηλικία και την εφηβεία. Τα 400 χτυπήματα είναι μια ταινία του Τρυφώ με θέμα την παιδική ηλικία, έντονα βιωματική, που προσφέρεται για πολλαπλές αναγνώσεις, με την παιδαγωγική σχέση που διατρέχει ολόκληρη την ιστορία να είναι το ζητούμενο.  Τα 400 χτυπήματα είναι ένα θαυμάσιο ποίημα που μας κάνει να αναγνωρίσουμε την παιδικότητα, το ζωντανό πυρήνα της ανθρώπινης ψυχής που είναι η κινητήριος δύναμη της επιθυμίας και της δημιουργίας

Σκηνοθεσία : Φρανσουά Τρυφώ
Σενάριο :Φρανσουά Τρυφώ
Πρωταγωνιστούν : Ζαν-Πιερ Λεό, Αλμπέρ Ρεμί, Κλερ Μοριέ, Γκάι Ντεκομπλέ, Πατρίκ Οφέι, Ντανιέλ Κοτιέ, Ζορζέτ Φλαμάτ, Φρανσουά Νοσέρ

Η ΥΠΟΘΕΣΗΟ Αντουάν Ντουανέλ είναι δεκατριών χρονών και ζει στο Παρίσι, με τους γονείς του. Η αδιαφορία των γονιών και η αυταρχική συμπεριφορά των καθηγητών του στο σχολείο, προκαλεί στον Αντουάν, ο οποίος ονειρεύεται την ελευθερία της θάλασσας, μια τάση φυγής από το καταπιεστικό, σχολικό και οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι, μετά από πολλές περιπέτειες, ανάμεσα στις οποίες και ο εγκλεισμός του στο αναμορφωτήριο, κατορθώνει να φθάσει επιτέλους στην θάλασσα…

«Τα 400 χτυπήματα είναι το πιο περήφανο, το πιο πεισματάρικο, το πιο ξεροκέφαλο, με άλλα λόγια το πιο ελεύθερο φιλμ του κόσμου»
Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

«Στον κινηματογράφο του Τρυφώ υπάρχει μια γεύση της ευτυχίας και της δυστυχίας την ίδια στιγμή. Η τέχνη του να γίνονται τα πρόσωπα συμπαθητικά… Ο Τρυφώ περιγράφει το πρόσκαιρο, το εύθραυστο, το τρυφερό και το αψηλάφητο των ανθρώπινων σχέσεων, κλείνοντας το μάτι στο θεατή μέσα από τις οικείες συγκινήσεις, τη φρεσκάδα, τη μελαγχολία, τις μικρές ομολογίες και τις ψιθυριστές περιπέτειες που φτιάχνουν απ’ τα μικρά τίποτα της ζωής μια υπέροχη μουσική…»
Ζιλ Ζακόμπ

«Ο Αντουάν είναι ένα παιδί που θα βρει το δρόμο του: ακόμα κι ανάμεσα στους τοίχους του αναμορφωτηρίου δε γίνεται ούτε μια στιγμή ο ηττημένος, ο ευνουχισμένος αντι-ήρωας του αγγλοσαξονικού κονφορμισμού –ο Αντουάν υπάρχει γιατί ονειρεύεται, αναρωτιέται, εξεγείρεται, παρατηρεί τον κόσμο. Ο Αντουάν ξύνει οδυνηρά το μικροαστισμό μας –κλέβει με αφέλεια ένα μπουκάλι γάλα και αντέχει το παρόν όπως θα αντέξει και το μέλλον. Ο Αντουάν είναι ο survivor, το πιο αυθόρμητο τρομερό παιδί από τα τρομερά παιδιά του γαλλικού σινεμά – ένας ταραχοποιός που ταράζει τα λιμνάζοντα νερά της νυσταλέας ηθικής μας.»
Σώτη Τριανταφύλλου

Φρανσουά Τρυφώ (François Roland Truffaut, 6 Φεβρουαρίου 1932 – 21 Οκτωβρίου 1984)

Γάλλος κριτικός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου, από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του γαλλικού νέου κύματος.Με τη βοήθεια του θεωρητικού του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν, άρχισε να γράφει κριτικές στο περιοδικό Cahiers du cinema, που μαζί άλλους συναδέλφους του άνοιξαν το δρόμο για το νέο κύμα και το μη εμπορικό κινηματογράφο. Με την μικρού μήκους ταινία του Les Mistons (1958), και θέμα την σεξουαλική αφύπνιση μιας ομάδας νεαρών, έθεσε στην πράξη τις θεωρίες του, τις οποίες συνέχισε στην ημιαυτοβιογραφική, μεγάλου μήκους ταινία του, Τα 400 χτυπήματα (Les Quatres Cents Coups, 1959), μία γεμάτη ειλικρίνεια αλλά και ποίηση ταινία, που κέρδισε το βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών, κάτι που τον καθιέρωσε ως τον κατ’ εξοχήν ηγέτη του πρωτοεμφανιζόμενου νέου κύματος (nouvelle vague). Ακολούθησαν οι ταινίες Πυροβολείτε τον Πιανίστα (Tirez sur le pianiste, 1960), αναφορά αλλά και ανατροπή των γκανγκστερικών ταινιών, Απολαύστε το κορμί μου (Jules et Jim, 1961) γύρω από τις ιδιόμορφες σχέσεις ενός ερωτικού τριγώνου, Φαρενάιτ 451 (Fahrenheit 451, 1966), εξαιρετική μεταφορά στην οθόνη του βιβλίου επιστημονικής φαντασίας του Ρέι Μπράντμπερι, που ο Τρυφώ γύρισε στην Αγγλία, Η νύφη φορούσε μαύρα (La mariée etait en noir, 1967), μία παραλλαγή του αμερικανικού φιλμ νουάρ, ταινίες που επέβαλαν τον Τρυφώ ως έναν ξεχωριστό και εντελώς πρωτότυπο δημιουργό.

Ένας από τους υπεύθυνους για τον τρόπο που βλέπουμε (αλλά κυρίως για τον τρόπο που γράφουμε για) το σινεμά, ο Francois Truffaut  είναι ένας σκηνοθέτης που βιώνει διαρκώς και με έντονο τρόπο την κατάληξη της κινηματογραφικής πράξης, δηλαδή τις τελετουργίες της σκοτεινής αίθουσας. H θητεία του στο περιοδικό στο Cahiers Du Cinema, του προσέφερε το πιο σημαντικό στοιχείο: την κινηματογραφοφιλία -όχι ως ένας εκλεκτικός θεατής ή ένας ψυχρός κριτής, αλλά ως ένας εραστής ενός κινηματογράφου χωρίς όρια και σύνορα. Για τον Τρυφώ η κινηματογραφική αίθουσα είναι ο τόπος όπου τα προσωπικά φαντάσματα ενσαρκώνονται, όπου ασκείται μια παραμυθία για τις οδύνες και λύπες του βίου.   Σίγουρα ο λιγότερο διανοούμενος από την παρέα της Νουβέλ Βάγκ, ο Τρυφώ ως σκηνοθέτης επέλεξε ένα δρόμο που περισσότερο δοξάζει αυτές τις τελετουργίες της κινηματογραφικής αίθουσας και λιγότερο την στοχαστική φύση του κινηματογράφου (όπως π.χ. συμβαίνει με τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ). Το ιδιαίτερο ύφος του δεν δυναστεύει την αφήγηση, δεν της επιβάλλεται, αλλά αντίθετα αφήνει χώρο για να κινηθούν και να αναπνεύσουν τα φιλμικά πρόσωπα. Καθώς η αφήγηση παραμένει ένας ακρογωνιαίος λίθος της μυθοπλασίας, ο κινηματογραφικός φακός παρακολουθεί τα πρόσωπα με καθαρό βλέμμα, απαλλαγμένο από τις όποιες πολιτικές ή ψυχαναλυτικές παρεμβολές που ταλανίζουν το έργο άλλων σκηνοθετών της εποχής.

Μαγεμένος από την τελετουργία της σκοτεινής αίθουσας ο Τρυφώ εμμένει πεισματικά προσκολλημένος, σ’ όλες τις ταινίες του, στην απόλαυση της αφήγησης -αναζητά την γοητεία των προσώπων (δηλαδή των ηθοποιών), επικεντρώνεται στις εντάσεις του διαλόγου, προσαρμόζει το κινηματογραφικό κάδρο στις διαστάσεις του ανθρώπινου προσώπου: Αυτά είναι και κάποια από τα στοιχεία που προσδιορίζουν την μαγεία των κινηματογραφικών του εικόνων.  Αν όμως τα προηγούμενα είναι κάποια στοιχεία που φέρνουν τον Τρυφώ κοντά σε μια Χολιγουντιανή εκδοχή του κινηματογράφου, είναι ο πυρήνας του έργου του που συγγενεύει με την ευρωπαϊκή αντίληψη για τον κινηματογράφο, δηλαδή τον κινηματογράφο ως έκθεση των έμμονων ιδεών, ως έκφραση ενός προσωπικού σύμπαντος. Σ’ αυτό το προσωπικό σύμπαν οι οδύνες και οι ηδονές, τα πάθη και τα τραύματα της ψυχής εκτίθενται σε δημόσια θέα: η τραυματική παιδική ηλικία (400 Χτυπήματα), η αδυναμία του Αρσενικού απέναντι στην δυναστική γυναικεία παρουσία (Ζυλ Και Ζιμ, Πυροβολείστε τον Πιανίστα), η φετιχιστική λατρεία του γυναικείου σώματος (Τρυφερό Δέρμα), η κινηματογραφοφιλία ως καταφύγιο παραμυθίας. Καθώς ήταν “ένας άνδρας που αγαπούσε τις γυναίκες” ο Τρυφώ τοποθετεί την γυναικεία παρουσία στο κέντρο του κινηματογραφικού του κόσμου: τα γυναικεία πρόσωπα συνήθως παρουσιάζονται συναισθηματικά αυτάρκη, δυνατά και ικανά να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες του βίου. Οι γυναίκες στις ταινίες του Τρυφώ καθορίζουν με την παρουσία τους την αφήγηση (Οπωσδήποτε την Κυριακή, Δυο Αγγλίδες στην Ευρώπη), προσδιορίζουν το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί, επιβάλλουν τους όρους του παιχνιδιού, προκαλούν την λύση της μυθοπλασίας. Σε αντίθεση με αυτές τις γυναικείες παρουσίες οι άνδρες παρουσιάζονται ως συναισθηματικά ανώριμοι, αμφίθυμοι, αδύναμοι να σηκώσουν τα βάρη και τις ευθύνες μιας σχέσης (Παράνομο Κρεβάτι), πρόσωπα που αναζητούν απεγνωσμένα την αγάπη, την στοργή, την κατανόηση (Η Αγάπη το Βάζει στα Πόδια).

Η ηθική υπεροχή των γυναικών απέναντι στα ανδρικά πρόσωπα των ταινιών προκαλεί τις συγκρούσεις στην δραματική πλοκή, οδηγεί σε κορύφωση την αφήγηση. Παραπαίοντας ανάμεσα σε δυνατές γυναικείες παρουσίες, διχασμένοι και μετέωροι, ένοχοι επειδή αδυνατούν να ελέγξουν το πόθο και το πάθος τους για την γυναίκα, οι άνδρες συνιστούν το ουσιαστικό πρόβλημα της αφήγησης (Η Γυναίκα της Διπλανής Πόρτας). Έτσι η δραματική πλοκή καλείται να επιλύσει το “ανδρικό πρόβλημα”, δηλαδή να δώσει μια λύση και μια διέξοδο στον ανδρικό πόθο. Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που η παρουσία του Ζαν-Πιερ Λεώ (alter ego του σκηνοθέτη;) καθίσταται κεντρική στο έργο του: ενσαρκώνει και συμπυκνώνει το “ανδρικό πρόβλήμα” με τον πιο έντονο τρόπο. Όμως υπάρχουν κάποιοι άνδρες στις ταινίες που βρίσκονται μακριά από τα προηγούμενα. Οι ταινίες Αμερικάνική Νύχτα και Τελευταίο Μετρό – ταινίες σχόλια για το θέαμα (για τον κινηματογράφο και το θέατρο)- έχουν ως περιφερειακούς χαρακτήρες δύο ανδρικά πρόσωπα που παρακολουθούν τις συναισθηματικές περιπλοκές και τα τεκταινόμενα στην αφήγηση από μακριά: είναι οι σκηνοθέτες (στην πρώτη ταινία ο ίδιος ο Τρυφώ). Απορροφημένοι από το πάθος και την ένταση της δημιουργίας, αυτά τα δύο ανδρικά πρόσωπα αποτελούν εξαιρέσεις μέσα στην πινακοθήκη των ανδρικών χαρακτήρων του σκηνοθέτη. Μοιάζει σαν να δηλώνουν με την παρουσία τους αυτά τα πρόσωπα την λύση στο “ανδρικό πρόβλημα” : είναι η πράξη της δημιουργίας, η σκηνοθεσία της ζωής η μόνη λύση.

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
1959 – ΤΑ 400 ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ (LES QUATRE CENTS COUPS)
1960 – ΠΥΡΟΒΟΛΗΣΤΕ ΤΟΝ ΠΙΑΝΙΣΤΑ (TIREZ SUR LE PIANISTE)
1962 – ΑΝΤΟΥΑΝ ΚΑΙ ΚΟΛΕΤ (ANTOINE ET COLETTE)
1962 –ΖΙΛ ΚΑΙ ΖΙΜ ( JULES ET JIM)
1964 – ΤΟ ΜΑΛΑΚΟ ΔΕΡΜΑ (LA PEAU DOUCE)
1966 – ΦΑΡΕΝΑΪΤ 451 (FAHRENHEIT 451)
1967 – Η ΝΥΦΗ ΦΟΡΟΥΣΕ ΜΑΥΡΑ (LA MARIEE ETAIT EN NOIR)
1968 – ΚΛΕΜΜΕΝΑ ΦΙΛΙΑ (BAISERS VOLES)
1968 – Η ΣΕΙΡΗΝΑ ΤΟΥ ΜΙΣΙΣΙΠΗ (LA SIRENE DU MISSISSIPI)
1969 – ΕΝΑ ΑΓΡΙΜΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ (L’ENFANT SAUVAGE)
1970 – ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΚΡΕΒΑΤΙ (DOMICILE CONJUGAL)
1971 – ΟΙ ΔΥΟ ΑΓΓΛΙΔΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ (LES DEUX ANGLAISES ET LE CONTINENT)
1973 – Η ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΝΥΧΤΑ (LA NUIT AMERICAINE)
1975 –Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΕΛ ΟΥΓΚΟ ( L’HISTOIRE D’ADELE H.)
1976 – ΤΟ ΧΑΡΤΖΙΛΙΚΙ (L’ARGENT DE POCHE)
1977 – Ο ΑΝΔΡΑΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΣΕ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ (L’HOMME QUI AIMAIT LES FEMMES)
1978 – ΤΟ ΠΡΑΣΙΝΟ ΔΩΜΑΤΙΟ (LA CHAMBRE VERTE)
1979 – Η ΑΓΑΠΗ ΤΟ ΒΑΖΕΙ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ (L’AMOUR EN FUITE)
1980 – ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΤΡΟ (LE DERNIER METRO)
1981 – Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ (LA FEMME D’Α-COTE)
1983 – ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ (VIVEMENT DIMANCHE!)

Από ΣΑΒΒΑΤΟ 8/09 έως ΚΥΡΙΑΚΗ 9/09

Η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του Φρανσουά Τρυφώ, με δύο ιερά τέρατα του γαλλικού σινεμά, τους CATHERINE DENEUVE, GERARD DEPARDIEU.

10 ΒΡΑΒΕΙΑ CESAR 1981

«ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΤΡΟ».Δράμα, Γαλλία, 1980, 131’ Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: FRANCOIS TRUFFAUT
Σενάριο: FRANCOIS TRUFFAUT, SUZANNE SCHIFFMAN
Παραγωγή: FRANCOIS TRUFFAUT
Διεύθυνση φωτογραφίας: NESTOR ALMENDROS
Μουσική: GEORGES DELERUE
Πρωταγωνιστούν: CATHERINE DENEUVE, GERARD DEPARDIEU, JEAN POIRET, ANDREA FERREOL, PAULETTE DUBOST, JEAN-LOUIS RICHARD

Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Παρίσι, 1942. Στην κατειλημμένη από τους Ναζί γαλλική πρωτεύουσα, η Μαριόν, μια πρώην κινηματογραφική σταρ, και τώρα διάσημη ηθοποιός του θεάτρου, διευθύνει το θέατρο της Μονμάρτης. Ο άντρας της, Λουκά, που είναι Εβραίος στην καταγωγή, κρύβεται στο υπόγειο του θεάτρου. Για να αντιμετωπίσει τα διάφορα οικονομικά προβλήματα και να κρατήσει το θέατρο ζωντανό, η Μαριόν θα θελήσει να ανεβάσει μια νέα παράσταση και θα προσλάβει ως πρωταγωνιστή τον Μπερνάρ, έναν ανερχόμενο ηθοποιό και τότε η ζωή της θα αναστατωθεί ακόμα περισσότερο…

Η ΤΑΙΝΙΑ
Μια περίφημη ευρωπαϊκή ταινία, ατμοσφαιρική, ρομαντική, ρεαλιστική, αλλά και ονειρική, τόσο για τον έρωτα στα δύσκολα χρόνια του πολέμου, όσο και για τον γοητευτικό κόσμο του θεάτρου, κι όλα αυτά με το «μαγικό ραβδάκι» ενός ανθρώπου που λάτρευε τη μαγεία της εικόνας γενικότερα, τον ανεπανάληπτο ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΤΡΙΦΟ.

Ο ΤΡΙΦΟ, με ευαισθησία πάντα, που τον διακατείχε σε όλους του τις ταινίες, αλλά και πάθος για την ψευδαίσθηση του θεάματος και τη σχέση ζωής/τέχνης, δημιουργεί εδώ άλλο ένα ενδιαφέρον ερωτικό τρίγωνο, γεμάτο διλλήματα και αγωνίες, καθώς αναπτύσσεται στην πολυτάραχη εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου δοκιμάζονταν οι ηθικές αξίες, το θάρρος, η αφοσίωση, η γενναιότητα, το κουράγιο, η ακεραιότητα των ανθρώπων αλλά και οι φυσικές αντοχές τους στις κακουχίες. Η Μαριόν, προσπαθεί να προσαρμοστεί σε μια κατάσταση αιχμηρή σαν ξυράφι, καθώς συνεχώς παίζει με την φωτιά, κρύβοντας τον άντρα της από τους Ναζί, και η ευάλωτη συναισθηματικά θέση στην οποία βρίσκεται, θα γίνει ακόμα πιο έντονη, όταν ένας νεαρός, γοητευτικός ζεν-πρεμιέ, συμμετέχει στις παραστάσεις.

Μέσα στη δίνη του πολέμου, οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να ερωτεύονται;…
Ο τίτλος της ταινίας «αναφέρεται στο γεγονός ότι κατά της διάρκεια της κατοχής οι Παριζιάνοι που έβγαιναν έξω, έπρεπε να προλάβουν το τελευταίο τρένο (μετρό) για να γυρίσουν σπίτι. Αυτό γινόταν γιατί δεν έπρεπε να σπάσουν την αυστηρό περιορισμό κυκλοφορίας που είχαν επιβάλλει οι Ναζί. Κατά τη διάρκεια των παγωμένων χειμώνων εκείνης της εποχής, που δεν υπήρχε τρόπος να βρουν κάρβουνα για να διατηρήσουν τα σπίτια τους ζεστά, πολλοί Παριζιάνοι λοιπόν κατέφευγαν στα θέατρα, που είχαν θέρμανση, και παρακολουθούσαν τις παραστάσεις, οι οποίες τελείωναν την ώρα ακριβώς που προλάβαινες το τελευταίο τρένο για το σπίτι.

Ο ΤΡΙΦΟ, αποφάσισε να κάνει ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΤΡΟ, το 1979, ως δεύτερο μέρος μιας τριλογίας πάνω στις παραστατικές τέχνες. Η πρώτη ταινία ήταν η περίφημη ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΝΥΧΤΑ (1973) ενώ το τρίτο μέρος της που θα λεγόταν L’ AGENCE MAGIQUE, δεν γυρίστηκε τελικά ποτέ, λόγω του θανάτου του ΤΡΙΦΟ το 1984. Πριν γράψουν το σενάριο, ο ΤΡΙΦΟ και η ΣΟΥΖΑΝ ΣΙΦΜΑΝ, η πιο πιστή του συνεργάτης, έκαναν μεγάλη έρευνα σε ιστορικά αρχεία και «βούτηξαν» μέσα σε ιστορικά βιβλία, για να μαζέψουν το κατάλληλο υλικό από ημερολόγια και απομνημονεύματα ηθοποιών και θεατρικών μάνατζερ. Χρησιμοποίησαν επίσης και τις δικές τους αναμνήσεις, που είχαν από παιδιά, αλλά και από διάφορες ιστορίες που είχαν ακούσει, ώστε να φτιάξουν ένα ακριβές πορτρέτο μιας εποχής που οι συλλήψεις ήταν σύνηθες φαινόμενο, όπου γίνονταν μαζικές απελάσεις Εβραίων και που οι Παριζιάνοι έπρεπε να ανέχονται αυστηρούς κανόνες, με συσσίτια και περιορισμό στις ώρες κυκλοφορίας -το οποίο τελευταίο σήμαινε, ότι μια καθυστέρηση που θα τους έκανε να χάσουν το τελευταίο μετρό, θα τους στοίχιζε τη ζωή τους… Όμως, ο ΤΡΙΦΟ δεν ήθελε να κάνει μια αυστηρά πολιτική ταινία. Αυτό που πάντα τον ενδιέφερε περισσότερο ήταν τα ανθρώπινα συναισθήματα, οι ανθρώπινες σχέσεις. Γι’ αυτό έδινε πολύ βάρος στις ταινίες του και στους πρωταγωνιστές που θα ενσάρκωναν τους χαρακτήρες που είχε φανταστεί και δημιουργήσει. Για την επιλογή της ΚΑΤΡΙΝ ΝΤΕΝΕΒ στο ρόλο της Μαριόν, με την οποία είχε συνεργαστεί 10 χρόνια πριν, στη ΣΕΙΡΗΝΑ ΤΟΥ ΜΙΣΙΣΙΠΙ, ο ΤΡΙΦΟ είπε: «Λατρεύω τον τρόπο που η Ντενέβ μπορεί να προβάλλει δύο όψεις: μια φανερή περσόνα και μια υπόγεια. Και φαίνεται να υπονοεί ότι η κρυφή της, εσωτερική της ζωή έχει την ίδια σημασία με την εξωτερική που παρουσιάζει.». Έχοντας και ο ίδιος ζήσει την κατοχή, ο ΤΡΙΦΟ, θεώρησε ότι οποιοδήποτε φιλμ τοποθετημένο στο Παρίσι της Κατοχής, θα έπρεπε να εκτυλίσσεται σχεδόν ολοκληρωτικά σε εσωτερικούς χώρους και νύχτα. Και ότι η ατμόσφαιρα της εποχής θα έπρεπε να αποδοθεί με εικόνες που παίζουν με το σκοτάδι, ώστε να μεταφέρουν όλη αυτή την μαζεμένη ανασφάλεια και το ψυχολογικό στρες. Από αυτή την άποψη, ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΤΡΟ είναι η πιο κλασική και ακαδημαϊκή ταινία της καριέρας του.

Η παραγωγή της ταινίας ξεκίνησε στις 28 Ιανουαρίου του 1980, σε ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο στα προάστια. Ο ΤΡΙΦΟ συνάντησε αρκετές δυσκολίες προκειμένου να συγκεντρώσει τα αναγκαία χρήματα της παραγωγής. Πολλοί διανομείς είχαν απορρίψει το σενάριό του, θεωρώντας το θέμα ζοφερό, αφού ασχολείται με την εποχή των Ναζί. Ωστόσο, η ταινία αποδείχτηκε πραγματικά θησαυρός στο Box office! Μόνο στο Παρίσι, περισσότεροι από 1 εκατομμύριο άνθρωποι είδαν την ταινία. Έξι μήνες μετά, η ταινία αποζημιώθηκε ακόμα περισσότερο, κερδίζοντας 10 βραβεία ΣΕΖΑΡ, μέσα σε αυτά και καλύτερης ταινίας και καλύτερου σκηνοθέτη, για τον ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΤΡΙΦΟ.
Η ταινία όμως, δεν ήταν απλώς η πιο εμπορική του ταινία αλλά παράλληλα και η πιο προσωπική του ταινία, καθώς συμπεριλαμβάνει και τις δικές του αναμνήσεις από εκείνη την εποχή και την δική του εικόνα από τα σκοτεινά χρόνια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας, μαζί με την λατρεία του για την τέχνη.

Αν και το θέμα της κατοχής είχε φυσικά ξαναπαρουσιαστεί σε γαλλικές ταινίες, δεν ήταν ακόμα πολύ δημοφιλές στη Γαλλία εκείνη την εποχή, καθώς ήταν συνυφασμένο με ένα αίσθημα ντροπής, λόγω της συνεργασίας με τους Ναζί, με την κυβέρνηση του Βισύ. Όμως, ο ΤΡΙΦΟ, αποφεύγοντας να κάνει ένα ζοφερό μελόδραμα για το Ναζισμό, έκανε ένα υπέροχο δράμα με νοσταλγική διάθεση για όλους εκείνους τους ανθρώπους που ζούσαν, πάλευαν και αγαπούσαν μέσα σε εκείνες τις συνθήκες αλλά και για όλους όσοι βρίσκονταν τότε στην πρώτη εφηβεία τους, όπως ο ίδιος ο ΤΡΙΦΟ. Η ιστορία έχει ως κεντρικό θέμα το ανέβασμα μιας παράστασης κάτω από την αυστηρή επίβλεψη των συνωμοτών του Βισύ, και εστιάζει περισσότερο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων του θιάσου και στις μικρές, καθημερινές ηρωικές πράξεις που έπρεπε  να κάνουν, παράλληλα με τον αγώνα τους να επιβιώσουν.

Η ερωτική πρόκληση ενός νέου εραστή για μια παντρεμένη γυναίκα, και οι ιδεαλιστικοί στόχοι του νεαρού πρωταγωνιστή (Ντεπαρντιέ), ο οποίος και ερωτεύεται και συμμετέχει στην Γαλλική Αντίσταση, δίνουν έναν ρομαντικό τόνο στην ταινία. Έτσι, η ταινία είναι μια εξερεύνηση του ηρωισμού ανάμεσα σε ανθρώπους που είναι ταυτόχρονα πατριώτες και εραστές. Παράλληλα, η ταινία είναι ένας φόρος τιμής στους ανθρώπους του θεάτρου, καθώς έχει επιρροές από την ΧΡΥΣΗ ΑΜΑΞΑ , του Ζαν Ρενουάρ, που είχε θέμα έναν περιπλανώμενο θίασο, και μάλιστα αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ο ΤΡΙΦΟ είχε ονομάσει την εταιρεία παραγωγής του, Les Films du Carrosse, ως αφιέρωση στον Ρενουάρ αλλά και ως ένδειξη της σχέσης του Νέου Κύματος με την ιστορία του κινηματογράφου. Στην πανέμορφη ατμόσφαιρα της ταινίας συντελεί και η εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας από τον βραβευμένο με ΟΣΚΑΡ NESTOR ALMENDROS (Η γαλάζια λίμνη, Κράμερ εναντίον Κράμερ, Μέρες ευτυχίας, Η εκλογή της Σόφι), ο οποίος χρησιμοποιεί απαλές, μαλακές αποχρώσεις που δίνουν έναν νοσταλγικό και παλαιικό αέρα στην εικόνα, αλλά και πιο «καπνισμένες», σκοτεινές καφέ αποχρώσεις όταν η υπόθεση γίνεται πιο δραματική, πιο έντονες κόκκινες και χρυσές όταν αναφέρεται στις παραστάσεις του θεάτρου της Μονμάρτης. Ο ALMENDROS ανέφερε στην αυτοβιογραφία του: «Έπρεπε να ανακατασκευάσουμε την ατμόσφαιρα των ετών από 1940 έως 1945 μέσα από την χρήση του φωτός». Και το πετυχαίνει ο ALMENDROS στην ταινία αυτή, που είναι μια αισθητική απόλαυση χρωμάτων που σε μεταφέρουν σε εκείνη την εποχή, δίνοντας την αίσθηση των χρωμάτων που έχουμε όλοι μας, όταν σκεφτόμαστε εκείνα τα χρόνια.

Ο ΤΡΙΦΟ με αυτή την ταινία, έκανε μια μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική επιτυχία, με ένα πανέμορφο νοσταλγικό πορτρέτο μιας δύσκολης εποχής, και μεγάλη αγάπη για την τέχνη, όπως πάντα. Μια αριστουργηματική ταινία από έναν άνθρωπο ορόσημο της Nouvelle Vague…

CATHERINE DENEUVE
Η εκθαμβωτική μούσα του Yves Saint Laurent γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1943 στο Παρίσι και είναι η τρίτη από τις τέσσερεις κόρες του ζευγαριού ηθοποιών Maurice Dorleac και Renee Deneuve. Το πλήρες όνομα της είναι Catherine Fabienne Dorleac.

Έκανε το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο στην ταινία Les collegiennes το 1957. Η ταινία που την ανέδειξε ήταν το μιούζικαλ του Jacques Demy Les parapluies de Cherbourg το 1964 αλλά οι ταινίες που την έκαναν ευρέως γνωστή χαρίζοντας της και το προσωνύμιο «παγερή παρθένα» ήταν οι Αποστροφή  του Roman Polanski και Ωραία της ημέρας του Luis Bunuel στις οποίες υποδυόταν την συναισθηματικά αποστασιοποιημένη μυστηριώδη καλλονή. Προτάθηκε για Oscar Α’ γυναικείου ρόλου το 1993 για την ερμηνεία της στην ταινία Ινδοκίνα για την οποία κέρδισε το βραβείο Cesar. Βραβείο Cesar κέρδισε και για την ταινία Το τελευταίο μετρό το 1980. Γύρισε πολλές ευρωπαϊκές ταινίες, αντιθέτως μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού, αμερικάνικες. Στις δεκαετίες του ’60 και του ’70 οι σημαντικότερες ταινίες της ήταν οι Les demoiselles de Rochefost (1967) μαζί με την αδερφή της Francoise Dorleac που πέθανε σε τροχαίο την ίδια χρονιά, η Tristana του Luis Bunuel και η συνεργασία της με τη νεαρή τότε Jodie Foster στην ταινία Casotto (1977). Στη δεκαετία του ’80 οι σημαντικότερες ταινίες της ήταν οι Le dernier metro (1980) του Truffaut και The hunger του Tony Scott, η τρίτη αμερικάνικη ταινία της στην οποία υποδυόταν ένα αμφισεξουαλικό βαμπίρ, συμπρωταγωνιστώντας με τον David Bowie και τη Susan Sarandon. Η σκηνή σεξ ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριες προκάλεσε όπως ήταν φυσικό, σχόλια. Το 1994 ήταν αντιπρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο φεστιβάλ των Κανών.

Η συμμετοχή της το 2000 στο δραματικό μιούζικαλ του Lars Von Trier Dancing in the dark με πρωταγωνίστρια τη Bjork, δίχασε τους κριτικούς. Το φιλμ επιλέχτηκε για Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Κανών. Μοιράστηκε την Αργυρή Άρκτο μαζί με το υπόλοιπο καστ της ταινίας 8 γυναίκες το 2002. Το 2005 εξέδωσε το ημερολόγιο της όπου περιέγραφε τις εμπειρίες της από τα γυρίσματα των ταινιών Ινδοκίνα και Χορεύοντας στο σκοτάδι. Το 2006 ήταν πρόεδρος της επιτροπής του φεστιβάλ Βενετίας. Το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς προκάλεσε αίσθηση με την guest star εμφάνιση της στη σειρά της Fox TV, Nip/Tuck. Επίσης δάνεισε τη φωνή της στο υποψήφιο για Oscar animation Persepolis.Το 2008 εμφανίστηκε στην 100η ταινία της Un conte de Noel συμπρωταγωνιστώντας μαζί με την κόρη της Chiara Mastroianni. Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Κανών για το σύνολο της καριέρας της. Συνεχίζει να γυρίζει 2-3 ταινίες το χρόνο και παρόλα τα χρόνια της είναι αγέραστη και ακούραστη. Στην προσωπική της ζωή, παντρεύτηκε μια φορά το φωτογράφο David Bailey αλλά μετά το χωρισμό τους υποστηρίζει πως «Ο γάμος είναι μια απαρχαιωμένη παγίδα» και αρνείται να ξαναπαντρευτεί. Είχε σχέσεις με τον Francois Truffaut, τον Roger Vadim, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο, τον Burt Reynolds, τον Clint Eastwood και τον Marcello Mastroianni με τον οποίο απέκτησε μια κόρη, επίσης ηθοποιό.

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
ΟΙ ΟΜΠΡΕΛΕΣ ΤΟΥ ΧΕΡΒΟΥΡΓΟΥ 1964
ΑΠΟΣΤΡΟΦΗ 1965
Η ΩΡΑΙΑ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ 1967
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΡΟΣΦΟΡ 1968
Η ΣΕΙΡΗΝΑ ΤΟΥ ΜΙΣΙΣΙΠΙ 1969
ΤΡΙΣΤΑΝΑ 1970
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΕΤΡΟ 1981
ΙΝΔΟΚΙΝΑ 1992
ΧΟΡΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ 2000
8 ΓΥΝΑΙΚΕΣ 2002

GERARD DEPARDIEU
Από τους πιο ταλαντούχους και ολοκληρωμένους ηθοποιούς της εποχής μας, τρίτο από τα έξι παιδιά ενός αγράμματου μεταλλωρύχου που εγκατέλειψε τη γενέτειρά του για να εγκατασταθεί στο Chateauroux της Κεντρικής Γαλλίας, ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ γεννήθηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1948.

Το ντεμπούτο του στον γαλλικό κινηματογράφο θα γίνει στο «Le Beatnik et le Minet» (1965), ένα μικρού μήκους εγχείρημα του Roger Leenhardt. Ο Ζαν Λουί Κοσέ θα του παραχωρήσει εν συνεχεία μια θέση στον περιοδεύοντα θίασό του (με μια διασκευή τού «Boudu Sauve des Eaux»), ενώ αμέσως μετά παίρνει μέρος στην τηλεοπτική σειρά «Rendez vous a Badenberg». Την περίοδο αυτή γνωρίζει τους Ρυφύς και Ρομάν Μπουτέιγ, με τους οποίους και μετέχει σε νούμερα καμπαρέ στο Cafe de la Gare ¬ εκ των φανατικών θαμώνων και η Μιου Μιου. Κινηματογραφικά η πρώτη σημαντική εμφάνισή του ήρθε το 1974 με το φιλμ Les Valseuses του Μπερτράν Μπλιέ.
Τα επόμενα χρόνια θα μονοπωλήσει τους ρόλους του «διαταραγμένου κακού» ¬ η μοναδική του ικανότητα να γεμίζει την οθόνη έχει ήδη γίνει αντιληπτή από σκηνοθέτες και παραγωγούς: «Ο Επιθεωρητής Λεγκουέν στα ίχνη του δολοφόνου» (δίπλα στον Ζαν Γκαμπέν) και «Λίγος ήλιος στο κρύο νερό» (βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Φρανσουάζ Σαγκάν). Ακολουθούν τα «Au rendez vous de la Mort Joyeuse» του Χουάν Λουίς Μπουνιουέλ (υιού τού Λουίς), «La Scoumone» (1972) του Χοσέ Τζιοβάνι (με συμπρωταγωνιστή τον Μπελμοντό) και «Σταβίνσκι» του Αλέν Ρενέ (1974) ώσπου o προαναφερθείς «Χορός των διεφθαρμένων» ¬ όπου μεταξύ άλλων μυεί την Ιζαμπέλ Ιπέρ στα μυστικά της επίγειας ηδονής ¬ θα τον αναδείξει ως το νέο πρόσωπο του γαλλικού σινεμά.

Από τότε οι επιλογές του στο σινεμά κινούνται μεταξύ καλλιτεχνικών ταινιών αλλά και δημοφιλών κωμωδιών με απίστευτη ευκολία. Δεν έχει παρά να επιλέξει σκηνοθέτη: «Η παλιοπαρέα» (1974) του Κλοντ Σοτέ, «Ληστεία τρίτου βαθμού» του Κλοντ Γκορετά, «Ερωτικό τρίο» του Σερζ Γκενσμπούρ (1975), «Η τελευταία γυναίκα» του Μάρκο Φερέρι (1976)…

Ο ίδιος όμως δεν θα πάψει ποτέ να μιλά για τη συνεργασία του με τον Φρανσουά Τρυφό, στον οποίο χρωστά δύο από τις γνωστότερες ταινίες του: «Το τελευταίο μετρό» (1980) και «Η γυναίκα της διπλανής πόρτας» (1981).
Συνέχισε τη συνεργασία του με τον Μπλιέ για χρόνια, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε κατά κάποιον τρόπο το alter ego πολλών σημαντικών γάλλων σκηνοθετών: τέσσερις ταινίες με τον Μορίς Πιαλά σε ταινίες που του απέφεραν τα βραβεία ερμηνείας στα Φεστιβάλ της Βενετίας (Police, 1987) και των Καννών (Sous le soleil de Satan), δύο ταινίες με τον Φρανσουά Τριφό (Le dernier métro, βραβείο Σεζάρ), τρεις ταινίες με τον Ζαν-Πολ Ραπενό (Cyrano de Bergerac, βραβείο ερμηνείας στις Κάννες, υποψηφιότητα στα Όσκαρ). Έχει συνεργαστεί επίσης με σπουδαίους σκηνοθέτες όπως οι Κλοντ Μπερί, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Μάρκο Φερέρι, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, ο Αλέν Ρενέ, ο Ρίνλεϊ Σκοτ και ο Πίτερ Γουίαρ. Τελευταίες επιτυχίες του είναι τα φιλμ: Astérix, 36 Quai des Orfèvres, La Môme και Mesrine.