του Γιάννη Αντωνιάδη

Είναι ευρέως γνωστό πως η ρώσικη λογοτεχνία και κυρίως αυτή του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της στην παγκόσμια λογοτεχνία. Ο δρόμος που άνοιξε και οι βάσεις που έθεσε, με κύριους εκπροσώπους τον Τολστόι και τον Ντοστογιέφσκι, είναι μία πραγματικότητα που δεν αμφισβητείται, δεν αναιρείται και δύσκολα επαναλαμβάνεται παρόλο που η ιστορία μπορεί να το καταφέρει. Σε αυτό το ιστορικολογοτεχνικό πλαίσιο, το οποίο όφειλα να επισημάνω και να καταθέσω, ανήκει και ο για πολλούς άγνωστος Λεονίντ Αντρέγιεφ, ένας γνήσιος λογοτέχνης, ο οποίος στην εποχή που έγραψε, τάραξε τα συγγραφικά νερά προκαλώντας παλίρροια αντιδράσεων με την ωμότητα και την καθολικότητα της γραφής του σε σημείο που το αντίπαλο δέος του ο Μάξιμ Γκόρκι να τον προσέξει και να ενδιαφερθεί για αυτόν.

Ομολογώ πως η σχέση μου με την ρωσική λογοτεχνία δεν έχει βαθιές ρίζες και η προσπάθεια να αποκτήσει βρίσκει γόνιμο έδαφος και σωστές επιλογές σε αυτό το ξεκίνημα. Γνώριμοι μου οι Γάλλοι λογοτέχνες, στοιχεία των οποίων ανακάλυψα στον Αντρέγιεφ και στον τρόπο αφήγησης του, αυτήν την απροσδιόριστη και χειμαρρώδη μελαγχολία που ξεδιπλώνεται σε κάθε σελίδα και σε κάθε γραμμή των δύο διηγημάτων που θέτω ενώπιον σας. «Εκείνος» το ένα και το «Κόκκινο γέλιο»  το άλλο, δύο διηγήματα βαθιά δραματικά και ανυπέρβλητα στοχαστικά για την πολιτική κατάσταση και την ανθρώπινη κατάντια, δύο διηγήματα προάγγελοι και προφητικά μηνύματα των όσων μοιραίων θα επακολουθούσαν τα χρόνια μετά τον θάνατο του Αντρέγιεφ, το 1919. Εκπέμπουν αυτήν τη νότα ελεύθερης έκφρασης της αλήθειας και της δυστυχίας που βίωνε ο τότε κόσμος και που δυστυχώς ποτέ δεν έπαψε να βιώνει ακόμα και σήμερα. Γιατί άραγε το ανθρώπινο είδος ξεκληρίζεται δια μέσω των πολέμων;

Το πρώτο διήγημα, Εκείνος, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1913, ένα χρόνο δηλαδή πριν το ξέσπασμα του αιματηρού Α’ Παγκοσμίου πολέμου, χαρακτηρίζεται έκδηλα από μία εμφανή μελαγχολία, μία φαντασιακή ατμοσφαιρικότητα που καθηλώνει. Ο συγγραφέας μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο αναφέρεται σε έναν οικοδιδάσκαλο, τον οποίο τοποθετεί γεωγραφικά σε κάποιο χωριό της Ρωσίας όπου έχει καταφύγει για να διδάξει τα παιδιά της εκεί οικογένειας. Βρίσκεται, όπως είναι φυσικό, άγνωστος μεταξύ αγνώστων, η προσαρμογή είναι ένα σταυρόλεξο για δύσκολους λύτες και σύντομα έρχεται αντιμέτωπος με καταστάσεις θλιβερές, όπως θανάτους, αρρώστιες, κακουχίες και μιζέρια, γεγονότα δυσάρεστα που η κοινωνία της εποχής ζούσε καθημερινά. Ο κόσμος τον οποίο πλάθει ο Αντρέγιεφ μόνο αγγελικά πλασμένος δεν είναι, ο πρωταγωνιστής του είναι περικυκλωμένος και χαμένος στις ίδιες του τις σκέψεις, οι οποίες λίγο λίγο τον οδηγούν σε έναν λαβύρινθο κατάθλιψης από τον οποίο αδυνατεί να ξεφύγει. Μας παρουσιάζει ένα πρόσωπο στοιχειωμένο, θλιμμένο, προβληματισμένο και θολωμένο όπως αυτά που συναντάμε όταν διαβάζουμε τα διηγήματα του Έντγκαρ Άλαν Πόε. 

Είναι αυτό το σκοτάδι που δεν φαίνεται αλλά υπονοείται όταν σιγά σιγά η αδυναμία διαφυγής από τα μονοπάτια της παραφροσύνης και των παραισθήσεων οδηγούν εμμέσως πλην σαφώς σε οράματα και σε συνδιαλλαγή αλλά και συνομιλία με πρόσωπα ανύπαρκτα, ανυπόστατα και φανταστικά. Είναι τα προσωπεία, τα χωρίς σάρκα και οστά, τα αέρινα και τα ονειρικά πάνω στα οποία έχει χτίσει ο Γκυ ντε Μωπασάν τους χαρακτήρες του και τις φιγούρες που βρίσκουμε στα διηγήματά του όπως το Ορλά. Ο Αντρέγιεφ έχει την μαγεία της γραφής και την κομψότητα μέσα στην αυθεντικότητα για να προσδώσει σε αυτό το διήγημα έναν τόνο, μπορεί και δύο, δραματικότητας, αγωνίας και φόβου. Ο φόβος διακατέχει τον πρωταγωνιστή του και η μορφή του όσο προχωράμε την ανάγνωση μεταβάλλεται έντονα, ανατριχιαστικά και αλλόκοτα καθιστώντας μας μάρτυρες της πάλης του με το υποσυνείδητό του, το οποίο είναι σε εγρήγορση, μιας και μιλάει με αυτό, όσο είναι ξύπνιος. Αναπτύσσει διαλόγους με το πρόσωπο που φαντάζεται, αυτό τον ορίζει και τον καθορίζει και τα δίχτυα του μυαλού του που τον έχουν φυλακίσει μοιάζουν γόρδιος δεσμός δίχως λύση.

Αυτή η παράλογη συμπεριφορά του οικοδιδάσκαλου έχει σαφείς αναφορές στο κοινωνικό γίγνεσθαι που κλονίζεται και κοντεύει να ραγίσει, η λογοτεχνία πηγάζει από την ζωή και είναι άμεσα συνυφασμένη με αυτήν. Είναι ένα παραλήρημα του ήρωα, το οποίο υποδηλώνει τις εσωτερικές ανησυχίες του ίδιου του Αντρέγιεφ και τις οποίες ντύνει ο συγγραφέας μέσα στο διήγημά του προσπαθώντας να εκτονώσει τον φόβο του για το αύριο. Ταράζει τα κύματα της θάλασσας των συνειδήσεων των συμπατριωτών του, των ομοϊδεατών του αλλά και των Ρώσων γενικότερα. Η πολιτική κατάσταση στην Ρωσία των αρχών του προηγούμενου αιώνα όπως και αυτού είναι ασταθής και κάτι παραπάνω από ρευστή, θα έλεγε κανείς πως τα πολιτικά λάθη συνεχίζονται αδιάκοπα. Ο συγγραφέας με αυτό το διήγημα – δράττομαι της ευκαιρίας για να το συνδέσω και με το επόμενο για το οποίο θα σας μιλήσω σε πολύ λίγο – προκαλεί αδιαμφισβήτητα το κοινό της εποχής και τον περίγυρο του να σκεφθούν τα δεινά που έρχονται μέσω των αλληγορικών του εικόνων. Εκείνος προβλέπει και καταγράφει με έναν τρόπο άμεσο που χωράει αναλύσεις και επεξηγήσεις αλλά δεν χωράει καθυστερήσεις γιατί τα χειρότερα έρχονται. Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, ποιος τον ακούει άραγε;

Στο άλλο διήγημα του «Το κόκκινο γέλιο» ο Αντρέγιεφ μετατρέπεται σε έναν Γκόγια της λογοτεχνίας καθώς το κείμενό του αυτό, το οποίο διαβάζουμε αποσπασματικά (με την έννοια πως το κείμενο αυτό δεν διασώθηκε στο σύνολό του) αλλά με την ίδια αγωνία και πάθος όπως το προηγούμενο, είναι μία κατάθεση ψυχής και μία εξωτερίκευση των συναισθημάτων που βασανίζουν τον συγγραφέα. Κυρίαρχη μορφή σε αυτό το διήγημα είναι η φρίκη του πολέμου, τα δεινά που προκαλεί στις κοινωνίες των ανθρώπων και αναρωτιέται με γραφή σχεδόν παραληρηματική γιατί είναι ανάγκη να οδηγούμαστε σε συγκρουσιακές πολιτικές και άκρως αιμοσταγείς εμπνεύσεις. Η κριτική βεβαίως αφορά τόσο στους κυβερνήτες των εκάστοτε χωρών όσο και στους ίδιους τους ανθρώπους, τους στρατιώτες εν γένει που είναι οι εφαρμοστές των όσων αποφασίζονται σε ανώτερα κλιμάκια.

Είναι σπαρακτική και δραματική η έκκληση του για παύση κάθε είδους εχθροπραξιών. Αυτή την έκκληση την μετουσιώνει σε λογοτεχνία παραθέτοντας την ιστορία ενός στρατιώτη και του αδελφού του, θύμα ο πρώτος ενός παράλογου πρόωρου θανάτου στα χαρακώματα και στο αδυσώπητο και σκληρό μέτωπο του πολέμου και ο δεύτερος αγκαλιά με τις αναμνήσεις ενός χαμένου αδελφού, του οποίου την θύμηση αδυνατεί να αποδεσμεύσει από τον νου του.
Το κόκκινο γέλιο δεν είναι τίποτε άλλο από την κραυγή αγωνίας ενός γέλιου που στην πραγματικότητα είναι πόνος που έχει μετατραπεί σε γέλιο. Είναι ένα γέλιο βαμμένο από το χρώμα του θανάτου, από το κόκκινο του αίματος που έχει ποτίσει γενιές και γενιές νέων ανθρώπων που είδαν την ζωή τους να καταρρακώνεται και να σβήνεται μέσα σε μία στιγμή. Το κόκκινο γέλιο είναι το δυστυχές επακόλουθο και η αδυναμία να σταματήσει ένα μακελειό και μία υπερβολική δόση εκδίκησης που έχει ο ένας αντίπαλος για τον άλλον, που η μόνη ικανοποίηση είναι το λουτρό αίματος, κάτι που έχει γίνει συνήθεια. Η απώλεια εν ολίγοις έχει γίνει συνήθεια. Είναι σαφές πως η περίοδος εκείνη είναι από τις πιο ασταθείς και πολεμοχαρείς διότι κάθε διάλειμμα ειρήνης γεννά πολέμους. Η περίοδος της belle époque έχει περάσει ανεπιστρεπτί και ο εικοστός αιώνας μυρίζει από τις αρχές του όταν και γράφεται αυτό το διήγημα κάπου στα 1905, αίμα και οδύνη. Ο Αντρέγιεφ μοιάζει να έχει εικονογραφήσει σε χαρτί αυτό που ο Γκόγια πριν από έναν σχεδόν αιώνα είχε ζωγραφίσει, τον δράκο της ανθρώπινης ύπαρξης, τον πόλεμο και την τραγική του κατάληξη. Ο θρήνος είναι έκδηλος, η ορμή αυτής της μηχανής που κατατρώει ανθρώπους και σπέρνει τον φόβο και τον τρόμο δείχνει τέλος να μην βρίσκει.

Τα δύο αυτά διηγήματα είναι επίκαιρα όσο ποτέ μιας και ο αιώνας που διανύουμε μοιάζει να μην διδάχτηκε ποτέ από τα σφάλματα του παρελθόντος και να συνεχίζει με το γκάζι πατημένο να ανταγωνιστεί τον προηγούμενο σε θλίψη, αλληλοσπαραγμό και αλληλοεξόντωση. Η Μέση Ανατολή φλέγεται, η Αφρική είναι ένα ηφαίστειο που όπου να ναι θα εκραγεί και οι λαοί της Ευρώπης ζουν μία εικονική ευημερία γιατί δεν είναι αμέτοχοι σε αυτήν την δυστυχία. Ο Αντρέγιεφ με τα διηγήματα του είχε ως σκοπό να ταρακουνήσει την τότε κοινωνία και να προσπαθήσει με την σκληρότητα που διακρίνει τα γραπτά του και κατά προέκταση τους χαρακτήρες που πλάθει να συνετίσει και να κινητοποιήσει τις ειρηνιστικές δυνάμεις. Ήταν ένας λόγος που το κύκλωμα έσπευσε να τον αποκηρύξει, να τον αποκλείσει και να δαμάσει την αλήθεια που πρέσβευε για να μπορέσει απλά να επικρατήσει το ψέμα και η εμπόλεμη κατάσταση και τα συμφέροντα που διακυβεύονταν.
Γνήσιος εκπρόσωπος μίας γενιάς Ρώσων λογοτεχνών μας εκπλήσσει με την πένα του, την τόσο καταιγιστική, τον λόγο του που σαν σπαθί μας συνθλίβει και μας μετατρέπει σε αναγνώστες μελετητές της ίδιας μας της υπόστασης. Έχει βαθιές πολιτικές νύξεις αλλά αυτόν που τον διαφοροποιεί και τον καθιστά τόσο ιδιαίτερο είναι οι νύξεις στοχασμού, η κριτική ματιά του απέναντι στα πράγματα και στα γεγονότα. Έχετε λόγο να εισέλθετε σε αυτό το οίκημα που λέγεται Αντρέγιεφ, θα βγείτε με περισσότερα εσωτερικά ερωτήματα αλλά αυτός θαρρώ πως ήταν και ο απώτερος στόχος του, να μας ευαισθητοποιήσει, να μας διαταράξει την ησυχία μας και να μας ξυπνήσει. Καλή σας ώρα σαν ξυπνήσετε!