Η New Star παρουσιάζει το αριστούργημα του Ροζέ Βαντίμ με τίτλο «Κι ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», που κυκλοφορεί σε επανέκδοση και…

… θα κάνει πρεμιέρα στις αίθουσες την Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

 «Κι ο Θεός έπλασε τη γυναίκα», Γαλλία, 1956  (έγχρωμο)

…αλλά ο διάολος επινόησε την Μπριζίτ Μπαρντό!

Από τον εκπρόσωπο του μοντέρνου γαλλικού σινεμά Ροζέ Βαντίμ.
Η ταινία που λογοκρίθηκε για την τολμηρή θεματολογία της και ανάδειξε τη Μπριζίτ Μπαρντό σε σταρ παγκόσμιας ακτινοβολίας.

Η Ζυλιέτ Αρντί είναι μια νεαρή ανέμελη 18χρονη κοπέλα στο απόγειο της ομορφιάς της. Οι τρόποι της σκανδαλίζουν τη μικρή επαρχιακή πόλη όπου ζει υιοθετημένη, αφού της είναι αδύνατον να ελέγξει την ξεχειλίζουσα σεξουαλικότητά της. Μαθαίνει τυχαία ότι ο Αντουάν, ο άντρας που αγαπά, την βλέπει σαν μια περαστική περιπέτεια αλλά είναι έτοιμη να τον ακολουθήσει στην πόλη. Εκείνος την αγνοεί και λίγο αργότερα υπό την απειλή της θετής της μητέρας, ότι θα την στείλει πίσω στο ορφανοτροφείο, παντρεύεται τον μικρότερο αδερφό του Αντουάν, Μισέλ. Το νεαρό ζευγάρι θα γνωρίσει για λίγο την ευτυχία αλλά όταν ο Αντουάν επιστρέφει στο πατρικό σπίτι η κατάσταση θα παρεκτραπεί…

Ροζέ Βαντίμ  (1928 – 2000)Ο Ροζέ Βαντίμ Πλεμιάνικοφ αποτέλεσε σταθμό στην εξέλιξη του γαλλικού κινηματογράφου της εποχής του και «θεωρήθηκε ο σκηνοθέτης που έφτιαχνε ντίβες». Γεννήθηκε στο Παρίσι, στη Γαλλία, το 1928. Ο πατέρας του, Ιγκόρ Πλεμιάνικοφ, ήταν Λευκορώσος, εβραϊκής καταγωγής. Μετανάστευσε από την Ουκρανία το 1917 στη Γαλλία και τελικά έγινε Γάλλος υπήκοος και αντιπρόξενος της Γαλλίας στην Αίγυπτο. Η μητέρα του, Μαρία Αντουανέτα Αρντιλούς, ήταν Γαλλίδα ηθοποιός. Το όνομα Ροζέ του το έδωσε ο πατέρας του, γιατί το τότε γαλλικό δίκαιο απαιτούσε ένα γαλλικό όνομα. Στα παιδικά του χρόνια ταξίδευε συχνά στην Αίγυπτο και την Τουρκία λόγω της εργασίας του πατέρα του. Η οικογένειά του και ο κοινωνικός περίγυρος της αποτελούνταν από ανθρώπους πολύγλωσσους και πνευματικά ανεπτυγμένους. Αργότερα οι γονείς του χώρισαν και ο Βαντίμ αναγκάστηκε να μείνει μόνος του και να αποποιηθεί το επίθετό του, με αποτέλεσμα να μείνει γνωστός ως Ροζέ Βαντίμ. Στα 16 του χρόνια έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως ηθοποιός στο θέατρο. Από το 1944 σπούδαζε στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού (Institut d’Etudes Politiques de Paris), όμως διέκοψε τις σπουδές του σε ηλικία 19 ετών, για να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συγγραφή και την υποκριτική. Το 1947 έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα και το έδωσε στο Γάλλο συγγραφέα Αντρέ Ζιντ (André Gide) να το αξιολογήσει, όμως εκείνος δεν ενθουσιάστηκε με το έργο του Βαντίμ και τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Έτσι, το 1949, τον συστήνει στο σκηνοθέτη Μαρκ Αλεγκρέ (Marc Allégret), πλάι στον οποίο εργάστηκε ως συγγραφέας και βοηθός σκηνοθέτη. Την ίδια εποχή εργαζόταν και λίγες ώρες ως δημοσιογράφος για το περιοδικό Paris Match.

Σκηνοθέτησε ταινίες, κυρίως αισθησιακές και έγραψε τα απομνημονεύματά του, τα οποία αναφέρονται στην ερωτική του ζωή, στους γάμους του και στη δυσκολία του να παραμείνει πιστός στις συντρόφους του. Το 1990 αφιερώθηκε στο να φτιάχνει σειρές μικρού μήκους για την τηλεόραση. Από την επαγγελματική, αλλά και προσωπική του ζωή, πέρασαν γυναίκες εξαιρετικής ομορφιάς, κάποιες από αυτές υπήρξαν και σύζυγοί του, όπως η Μπριζίτ Μπαρντό, η Ανέτ Στρόιμπεργκ (Annette Stroyberg), η Τζέιν Φόντα (Jane Fonda), η Κάθριν Σνάιντερ (Catherine Schneider) και τελευταία του γυναίκα υπήρξε η Μαρί Κριστίν Μπαρό (Marie-Christine Barrault). Ωστόσο στις ταινίες του εμφανίστηκαν και η Κατρίν Ντενέβ (Catherine Deneuve), η Άντζι Ντίκινσον (Angie Dickinson), η Ζαν Μορό (Jeanne Moreau) και η Σούζαν Σαράντον (Susan Sarandon). Ο Ροζέ Βαντίμ πέθανε στις 11 Φεβρουαρίου του 2000, σε νοσοκομείο στο Παρίσι, σε ηλικία 72 ετών, από καρκίνο. Θάφτηκε στο νεκροταφείο Σαιν-Τροπέ, του Σαιν-Τροπέ, στη Γαλλία. Μία σημείωση από το λεξικό του γαλλικού κινηματογράφου αναφέρει: «Εξαιτίας της οκνηρίας και ίσως πολύ μεγάλης ευφυίας του,ως σκηνοθέτης, η δουλειά της ζωής του δημιουργεί μία αίσθηση επιφανειακότητας, αν όχι πραγματικής μετριότητας. Ωστόσο κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το ταλέντο του στο να ανακαλύπτει αστέρια». Ο πρόεδρος της Γαλλίας Ζακ Σιράκ, είπε για τον Βαντίμ: «Εκτός από την αυθεντική και πολύ σημαντική δουλειά του, που μερικές φορές κλυδώνιζε το μυαλό, ήταν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, σκηνοθέτης της ζωής, του πάθους για τη ζωή και της ελευθερίας. Εκκόλαψε νέα ταλέντα και ήξερε πώς να δημιουργεί μύθους, συμπεριλαμβανομένων μερικών από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς των τελευταίων δεκαετιών».

ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Και ο Θεός έπλασε τη γυναίκα (1956)
Sait-On Jamais? (1957)
Ο ουρανός έπεσε τη νύχτα (1958)
Επικίνδυνες διαδρομές (1959)
Πεθαίνοντας από ευχαρίστηση (1960)
Όχι τώρα παρακαλώ! (1961)
Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα (1962)
Έρωτας πάνω στο μαξιλάρι (1962)
Η εξουσία και η αρετή (1963
Ένα κάστρο στη Σουηδία (1963)
La Ronde (1964)
Το τέλος του παιχνιδιού (1966)
Το πνεύμα του θανάτου (1968)
Barbarella (1968)
Όλες οι ωραίες στη σειρά (1971)
Helle (1972)
Η δολοφονία του κοριτσιού (1974)
Η πιστή γυναίκα (1976)
Καυτό άγγιγμα (1981)
Η ωραία και το τέρας (κινηματογραφημένο θέατρο) (1983)       
Surprise party (1983)
Κι ο Θεός έπλασε τη γυναίκα (διασκευή) (1985)

                         
Μπριζίτ Μπαρντό  (1934  – …)
Η Μπριζίτ Μπαρντό γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 28 Σεπτεμβρίου 1934, στο νούμερο 5 της Πλατείας Βιολέ, στο 15ο διαμέρισμα της πόλης. Καταγόμενη από ένα αστικό περιβάλλον, με πατέρα βιομήχανο, ιδιοκτήτη των εργοστασίων Μπαρντό, και μητέρα που ασχολούνταν με οικιακά, η νεαρή Μπριζίτ έλαβε αυστηρή μόρφωση στο πλευρό της αδερφής της, Μαρί-Ζαν. Από πολύ μικρή, έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό για τον κλασικό χορό και έκανε τα πρώτα της βήματα σε ηλικία 7 ετών, στα cours Bourgat. Το 1949, μπαίνει στο Ωδείο του Παρισιού από όπου παίρνει την πρώτη της τιμητική διάκριση. Ο πατέρας της, ο οποίος είχε επαινεθεί από την Γαλλική Ακαδημία για μια ποιητική συλλογή, είχε πάθος με τον κινηματογράφο και του άρεσε πολύ να κινηματογραφεί. Χάρις σε αυτό, υπάρχουν πολλά φιλμ με την Μπαρντό σε παιδική ηλικία, πράγμα σπάνιο για την εποχή εκείνη. Η μητέρα της, που την αποκαλούσαν Τοτί, αγαπούσε ιδιαίτερα τη μόδα και το χορό. Έτσι, η οικογένεια Μπαρντό ήταν μέλος της υψηλής κοινωνίας και επισκεπτόταν συχνά το λεγόμενο tout-Paris. Είχαν επαφές με πολλούς διευθυντές του Τύπου, του θεάτρου, του κινηματογράφου, αλλά και ανθρώπους της μόδας. Το 1949, σε ηλικία 15 ετών, προσελήφθη από τη διευθύντρια των περιοδικών ELLE και Le Jardin des Modes, Ελέν Λαζαρέφ, στενή φίλη της μητέρας της. Πολύ σύντομα, η Μπριζίτ προήχθη σε μασκότ του περιοδικού ELLE, στο οποίο και έκανε εξώφυλλο το 1950. Χάρις σε αυτό το εξώφυλλο, ο σκηνοθέτης Μαρκ Αλεγκρέ την ξεχώρισε και της πρότεινε ένα ρόλο στην επόμενη ταινία του, «Les lauriers sont coupés». Η ταινία τελικά δε γυρίστηκε, μα χάρις σε αυτή την περίσταση η Μπριζίτ γνώρισε έναν νέο βοηθό, τον Ροζέ Βαντίμ. Από τότε οι δύο ερωτευμένοι, εκείνη μόλις 15 ετών, εκείνος περίπου 22, έγιναν αχώριστοι. Οι γονείς της δεν ενέκριναν σε καμία περίπτωση τη σχέση και προσπάθησαν, μάταια, να τους χωρίσουν. Το 1952, ο σκηνοθέτης Ζαν Μπογιέ της προσέφερε ένα μικρό ρόλο, τον πρώτο της, στην ταινία «Le trou normand» με τον Μπουρβίλ. Δέχτηκε χωρίς να γνωρίζει πως με τον τρόπο αυτό θα έμπαινε στον κόσμο τον οποίο θα αντιπαθούσε αργότερα και από τον οποίο θα δυσκολευόταν να ξεφύγει. Λίγο αργότερα, ο Γουιλί Ροζιέ της προσφέρει το δεύτερο ρόλο της στην ταινία «Manina la fille sans voiles».

Έχοντας φτάσει πλέον σε ηλικία 18 ετών, πατέρας της δίνει τη συγκατάθεσή του για να παντρευτεί με τον Ροζέ Βαντίμ. Ο γάμος τελέστηκε στη εκκλησία του Πασί, στις 21 Δεκεμβρίου 1952. Αλλά ήταν το 1956, σε ηλικία 22 ετών, που μπήκε στο πάνθεον του παγκόσμιου κινηματογράφου και έγινε διεθνές σύμβολο του σεξ, χάρις στο φιλμ του Ροζέ Βαντίμ «Και ο Θεός… έπλασε τη γυναίκα». Υποδύθηκε τη Ζυλιέτ Αρντί, απέναντι στους Κουρτ Γιούργκενς, Κριστιάν Μαρκάν και Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Ο Βαντίμ οριοθέτησε με τα παρακάτω λόγια το χαρακτήρα της Μπαρντό: «Ήθελα διαμέσου της Μπριζίτ, να αναπαραστήσω το κλίμα της εποχής, η Ζυλιέτ είναι ένα κορίτσι των καιρών της, που αποτινάσσει κάθε συναίσθημα ενοχής, κάθε ταμπού που της επιβάλλει η κοινωνία και της οποίας η σεξουαλικότητα είναι παντελώς απελευθερωμένη. Στην προπολεμική λογοτεχνία και τα φιλμ, θα την είχαν χαρακτηρίσει πόρνη. Στην εν λόγω ταινία, είναι μια πολύ νέα γυναίκα, γενναιόδωρη, καμιά φορά ανισόρροπη, και τελικά ασυγκράτητη, που δεν έχει καμιά άλλη δικαιολογία παρά τη γενναιοδωρία της». Όταν κυκλοφόρησε στη Γαλλία, το φιλμ είχε μέτρια επιτυχία, αλλά το 1957, κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, όπου έκανε μεγάλη εντύπωση και ξεκίνησε μια αλυσίδα παθών και επιθέσεων (κυρίως από τη λογοκρισία). Απαγορεύτηκε η προβολή της σε μερικές Πολιτείες, αλλά γνώρισε τεράστια επιτυχία. Και ήταν αυτή η ώθηση από την Αμερική που εξαπλώθηκε και στη Γαλλία, μετατρέποντας την ταινία σε θρίαμβο. Αυτή η ταινία ήταν το αποχαιρετιστήριο δώρο προς τη Μπριζίτ από τον Βαντίμ. Χώρισαν λίγους μήνες μετά, με την Μπαρντό να εμφανίζεται στο πλάι του Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Έκτοτε δημιουργείται ο μύθος B.B.: ανοιχτόχρωμα ξανθά μαλλιά, πολύ μακριά, γεμάτα μπούκλες και σκάλες, ή ακόμη η διάσημη κόμμωση «choucroute» (ξινολάχανο). Μάτια τονισμένα με μαύρο eye-liner, κόκκινα χείλη ή ροζ οριοθετημένα με ένα ίχνος ασορτί κραγιόν. Ρούχα σέξυ και εφαρμοστά, ταγέρ, φούστες, φαρδιές ζώνες, μπαλαρίνες, τζιν, Τ-shirt, ή ακόμη το διάσημο μπικίνι που έκανε μόδα. Επιπροσθέτως, διάσημες προσωπικότητες όπως ο Φρανσουά Νουρισιέ, η Μαργκερίτ Ντυράς, ο Ζαν Κοκτώ και η Σιμόν ντε Μπωβουάρ δείχνουν ενδιαφέρον για εκείνη και της αφιερώνουν άρθρα. Η «μπαρντολατρία» είναι πλέον γεγονός. Η Μπριζίτ Μπαρντό πραγματοποίησε μια απόπειρα αυτοκτονίας την ημέρα των γενεθλίων της, στις 28 Σεπτεμβρίου 1960. Έχοντας πέσει σε κώμα, επέζησε από θαύμα. Το 1962, ξεκινά την πρώτη της μάχη υπέρ των δικαιωμάτων των ζώων, θέτοντας τον εαυτό της στη μάχη κατά του επώδυνου πιστολιού που χρησιμοποιούταν για τη θανάτωση των ζώων στα σφαγεία. Βλέποντας τις συνθήκες θανάτου των ζώων, αποφάσισε να γίνει χορτοφάγος και να αγωνιστεί προς την κατεύθυνση αυτή. Το 1963, στα 27 της χρόνια, γυρίζει το κινηματογραφικό αριστούργημα, «Η Περιφρόνηση», του Ζαν Λυκ Γκοντάρ, με τον Μισέλ Πικολί και τον Τζακ Πάλανς στο Κάπρι. Την εποχή της η ταινία έγινε δεκτή με μεικτές κριτικές. Η ίδια ομολόγησε αργότερα πως ποτέ δεν κατάλαβε αληθινά το πνεύμα του Γκοντάρ, μα πως διασκέδασε κάνοντας την ταινία. Ο Πικολί είπε για τη Μπαρντό, πως από την αρχή του εγχειρήματος ήταν χαρούμενη που ένας μεγάλος σκηνοθέτης της ζήτησε να δουλέψουν μαζί, και πως γνώριζε καλά τι απαιτήσεις θα είχε από εκείνη. Αλλά πως την ίδια στιγμή υπήρχε κάτι το ανατρεπτικό στους τρόπους της, τη ραθυμία της, την ανυπαρξία ανάγκης να προσπαθήσει. Το 1970, ο Μισέλ Ντεβίλ την παρουσιάζει χαρωπή και δραστήρια στην ταινία «L’Ours et la Poupée» στο πλάι του Ζαν Πιερ Κασσέλ (πατέρα του ηθοποιού Βενσάν Κασέλ). Το 1971, η Μπαρντό εμφανίζεται στην ταινία «Η λεωφόρος των λαθρεμπόρων», του Ρομπέρ Ενρικό με τον Λίνο Βεντούρα, η υπόθεση της οποίας εξελίσσεται στην περίοδο της ποτοαπαγόρευσης. Την ίδια χρονιά γυρίζει στο πλάι της Κλαούντια Καρντινάλε την ταινία «Les pétroleuses», του σκηνοθέτη Κριστιάν Ζακ, ένα κωμικό γουέστερν. Αυτές οι τρεις ταινίες ήταν οι τελευταίες κινηματογραφικές επιτυχίες της ηθοποιού. Το 1973, έχοντας ολοκληρώσει τα γυρίσματα για την τελευταία της ταινία, «L’Histoire très bonne et très joyeuse de Colinot trousse-chemise», της Νίνα Κομπανίζ, μετά από 21 χρόνια καριέρας, 50 ταινίες και 80 τραγούδια, μην αντέχοντας πλέον την υπερέκθεσή της στα μίντια και το ίδιο το σινεμά, η Μπριζίτ Μπαρντό αποσύρθηκε οριστικά από τα καλλιτεχνικά δρώμενα.

Αποφάσισε να αφοσιωθεί πλέον σε ένα άλλο πάθος που είχε φωλιάσει μέσα της από καιρό: την υπεράσπιση των ζώων. Κάποια χρόνια πριν είχε δηλώσει: «Είμαι μια γυναίκα σαν όλες τις άλλες, έχω μια μύτη και ένα στόμα, έχω αισθήματα και σκέψεις, αλλά η ζωή μου γίνεται ανυπόφορη. Η ψυχή μου δεν μου ανήκει πια. Για μένα, το βεντετιλίκι είναι μια βιτρίνα. Δεν μπορώ να ζήσω όπως επιθυμώ. Η ύπαρξή μου είναι απλά υπόγεια. Ναι, θέλω να αισθανθώ το φρέσκο αέρα σπίτι μου, δεν μπορώ να ανοίξω το παράθυρο, γιατί θα υπάρχει ένας φωτογράφος καθισμένος στη στέγη απέναντι. Υπάρχουν πολλά πράγματα στη ζωή μου για τα οποία δεν μπορώ να πω ότι μου ανήκουν». Το 1977, η Μπαρντό ξεκινά μια μεγάλη καμπάνια αναχωρώντας για τους πολικούς πάγους του Καναδά, στο Μπλακ-Σαμπλόν, ώστε να καταγγείλει τη θανάτωση μωρών φώκιας για τη γούνα τους. Το ταξίδι της κρατά πέντε ημέρες, γνωρίζοντας μεγάλη προβολή από τον Τύπο. Μετά την επιστροφή της στη Γαλλία, κατάφερε να ψηφιστεί η απαγόρευση του εμπορίου προϊόντων με δέρμα φώκιας νεότερης των τεσσάρων εβδομάδων, χάρις κυρίως της υποστήριξης από τον τότε Πρόεδρο της χώρας, Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν. Μετά την εκστρατεία της στον Καναδά, το 1978, η Μπαρντό κυκλοφορεί στην αγορά ένα βιβλίο για παιδιά με τίτλο «Noonoah, η μικρή λευκή φώκια», το οποίο και διηγείται τη ζωή ενός μωρού φώκιας που σώθηκε από τους κυνηγούς χάρις σε έναν Εσκιμώο. Το 1982, επιστρέφει ειδικά για την περίσταση στα στούντιο, για να ηχογραφήσει το τραγούδι, αφιερωμένο στα ζώα, το Toutes les bêtes sont à aimer, ένα τραγούδι που γνώρισε μικρή επιτυχία. Κατόπιν το 1985, ονομάζεται Ιππότης της Λεγεώνας της Τιμής από τον Πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν, αλλά η Μπαρντό αρνείται.

Σκηνοθεσία:  Ροζέ Βαντίμ
Σενάριο:  Ροζέ Βαντίμ & Ραούλ Λεβί
Πρωταγωνιστούν:  Μπριζίτ Μπαρντό, Κούρτ Γιούργκενς, Ζαν Λουί Τρεντινιάν