Η δεύτερη μεγάλη καλοκαιρινή παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής είναι η ιδιαιτέρως αγαπητή όπερα Τόσκα του Πουτσίνι, η οποία θα

παρουσιαστεί από τις 26 έως τις 29 Ιουλίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, σε μουσική διεύθυνση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή της ΕΛΣ Μύρωνα Μιχαηλίδη και σκηνοθεσία του διάσημου Αργεντινού σκηνοθέτη Ούγκο Ντε Άνα.

Η Τόσκα, μια από τις δημοφιλέστερες όπερες παγκοσμίως, βρίσκεται πάντα στις πρώτες επιλογές όλων των λυρικών θεάτρων. Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1942 από την ΕΛΣ, με την 19χρονη Μαρία Κάλλας – τότε Καλογεροπούλου στον ομώνυμο ρόλο και από τότε παρουσιάζεται πολύ συχνά μετά από ισχυρή απαίτηση του κοινού.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα βερισμού από την ιταλική λέξη «βέρο» που σημαίνει «αληθινό», η ιστορία της Τόσκα κινείται σε ένα ρεαλιστικό ιστορικό περιβάλλον όπου οι συνθήκες κινδύνου και βίας βοηθούν την ανάπτυξη των έντονων συναισθημάτων: Στην Ρώμη, ο βαρόνος Σκάρπια,  επί κεφαλής των δυνάμεων κατοχής, ζητά από την όμορφη και ερωτευμένη Φλόρια Τόσκα, μια ντίβα της όπερας, μερικές στιγμές έρωτα σε αντάλλαγμα για τη ζωή του αγαπημένου της Μάριο Καβαραντόσσι, ενός ιδεαλιστή επαναστάτη. Στριμωγμένη, σε άμυνα, η Τόσκα θα σκοτώσει τον Σκάρπια, χωρίς όμως να μπορέσει να σώσει τον Καβαραντόσσι από το θάνατο. Όταν το έγκλημά της αποκαλύπτεται, προκειμένου να διαφύγει από εκείνους που την κυνηγούν, η Τόσκα αυτοκτονεί.

Ο Πουτσίνι ήθελε να μοιάζουν τα πάντα ρεαλιστικά στην Τόσκα. Ήταν υπέρ της συνεχούς δράσης και επενέβαινε συνεχώς στο λιμπρέτο. Μάλιστα επιθυμούσε να αφαιρέσει και την διάσημη σήμερα άρια Vissi d’ arte γιατί ένιωθε ότι παρακώλυε τη σκηνική δράση. Στην Τόσκα οι τρεις πράξεις ολοκληρώνονται στις πιο κρίσιμες στιγμές για να κρατούν σε αγωνία και διαρκή εγρήγορση τους θεατές. Η Α’ Πράξη ολοκληρώνεται σε μουσικό πανδαιμόνιο, με τον Σκάρπια να διατυπώνει τις σκοτεινές προθέσεις του. Θα τις υλοποιήσει άραγε και πώς; Η αυλαία στη Β’ Πράξη πέφτει ακόμα πιο εντυπωσιακά με τον φόνο του Σκάρπια από την Τόσκα. Η αγωνία κορυφώνεται: θα προλάβει άραγε η Τόσκα να σώσει τον αγαπημένο της και να διαφύγουν μαζί; Στην Γ’ Πράξη την έκπληξη του κοινού –όπως και της Τόσκας- για την εκτέλεση του Καβαραντόσσι διαδέχεται αστραπιαία η δική της αυτοκτονία.

Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης έχει αναλάβει ο διάσημος σκηνοθέτης της όπερας Ούγκο Ντε Άνα, ο οποίος για πρώτη φορά σκηνοθετεί στην Ελλάδα. Οι φίλοι της όπερας παγκοσμίως τον γνωρίζουν για τα θεαματικά σκηνικά του αλλά και για την εντυπωσιακή χρήση των φωτισμών και των βίντεο. Έχει την φήμη του ιδιαιτέρως απαιτητικού και αυστηρού σκηνοθέτη. Έχει σκηνοθετήσει στις σπουδαιότερες σκηνές όπερας στον κόσμο όπως μεταξύ άλλων Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Όπερα Σεβίλλης, Όπερα Τελ Αβίβ, Σκάλα του Μιλάνου, Αρένα της Βερόνα, Όπερα του Τόκιο και Λισέου της Βαρκελώνης. Έχει εργαστεί πολλές φορές πάνω στην Τόσκα, την οποία θεωρεί μεγάλη πρόκληση.

Την ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής διευθύνει ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής της ΕΛΣ, ο αρχιμουσικός Μύρων Μιχαηλίδης, ο οποίος έχει διευθύνει μερικές από τις σημαντικότερες συμφωνικές ορχήστρες, όπως μεταξύ άλλων, τις Συμφωνικές ορχήστρες του Βερολίνου, της Ρώμης, της Ιερουσαλήμ και του Μεξικού, τη Φιλαρμονική του Βουκουρεστίου και της Μπρατισλάβα, την Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Πράγας, καθώς και όλες τις ελληνικές ορχήστρες.

Η Τόσκα, την οποία έχει σημαδέψει με την ερμηνεία της η Μαρία Κάλλας, θεωρείται η αρχετυπική γυναικεία μορφή της όπερας. Στην νέα παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής την Τόσκα ερμηνεύουν η διάσημη Ιταλίδα σταρ της όπερας Ντανιέλα Ντεσσί και στην δεύτερη διανομή, η αγαπημένη του ελληνικού κοινού Τσέλια Κοστέα η οποία εντυπωσίασε με την πρόσφατη ερμηνεία της στον Τροβατόρε. Η Ντεσσί, η οποία θεωρείται η κορυφαία ερμηνεύτρια του βεριστικού ρεπερτορίου, έχει στο ρεπερτόριο της πάνω από 70 έργα, ενώ οι δισκογραφικές της παραγωγές θεωρούνται σημείο αναφοράς για τα έργα του Βέρντι και του Πουτσίνι. Έχει τραγουδήσει σε όλα τα μεγάλα λυρικά θέατρα του κόσμου και έχει συνεργαστεί με τους σημαντικότερους σκηνοθέτες και μαέστρους της όπερας. Η φήμη της έχει ξεπεράσει κατά πολύ τα σύνορα της Ευρώπης – μάλιστα όταν ερμήνευσε την Τόσκα στο Τόκιο με την Όπερα της Ρώμης, το κοινό χειροκροτούσε επί 45 λεπτά! Στην Φλωρεντία το 2009, το χειροκρότημα του κοινού την ανάγκασε να ερμηνεύσει εκ νέου το Vissi d’ arte – κάτι που είχε να συμβεί 52 χρόνια με την θρυλική Ρενάτα Τεμπάλντι. Έχει συνεργαστεί σε πολλές παραστάσεις και ηχογραφήσεις με τον Ρικκάρντο Μούτι, ενώ είναι γνωστή και η σχέση αγάπης – μίσους που τρέφει με τον Φράνκο Τζεφιρέλλι. Είναι παντρεμένη με τον επίσης διεθνώς καταξιωμένο τενόρο Φάμπιο Αρμιλιάτο και αναγνωρίζονται ως ένα από τα πιο διάσημα και επιτυχημένα ζευγάρια, στον χώρο της τέχνης, στην Ιταλία.

Στον ρόλο του Καβαραντόσσι θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε τον καταξιωμένο Αμερικάνο τενόρο Κάρλ Τάννερ στην πρώτη διανομή, ο οποίος έχει τραγουδήσει τον ρόλο στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου. Στη δεύτερη διανομή το ρόλο θα ερμηνεύσει ο διεθνούς φήμης Χιλιανός Τζανκάρλο Μονσάλβε. Στον ρόλο του Βαρόνου Σκάρπια ο Γεωργιανός βαρύτονος Λάντο Ατανέλι, ένας από τους δημοφιλέστερους ερμηνευτές του Πουτσίνι και ο επίσης Γεωργιανός Γκεόργκε Γκαγκνίτζε ο οποίος ερμήνευσε πρόσφατα αυτόν το ρόλο στη Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης.

Σημείωμα του σκηνοθέτη Ούγκο Ντε Άνα / Χωρίς αμφιβολία και όχι συμπτωματικά, η Τόσκα συγκαταλέγεται στις δημοφιλέστερες όπερες του Πουτσίνι. Ο Πουτσίνι επιθυμούσε να συνθέσει μία μελωδική όπερα: ήθελε να δημιουργήσει μία μουσική που έρχεται από την καρδιά και μιλάει στην καρδιά. Ως προς αυτό, ο μουσικός εμφανίζεται αδιαχώριστος από τον «άνθρωπο του θεάτρου», όπως ο «μελωδιστής» δεν μπορεί να διαχωριστεί από το «συμφωνιστή». Στη μουσική του διακρίνεται με σαφήνεια ο χαρακτήρας των σκηνικών προσώπων, τα χρώματα και οι χειρονομίες των ερμηνευτών˙ Ο ίδιος έλεγε «κάνω θέατρο, οπτικοποιώ τη σκηνική δράση». Γι’ αυτόν τον λόγο, περισσότερο από άλλα έργα του, η Τόσκα σηματοδοτεί το πέρασμα στο πεδίο του βερισμού (επιμονή σε ρεαλιστικές λεπτομέρειες, αναζήτηση των σκηνικών εφέ με έντονες αποχρώσεις, οξυμένα συναισθήματα, όπως ο έρωτας, το μίσος, το πνεύμα θυσίας, η αγάπη για την πατρίδα…), περιλαμβάνοντας ακόμα και σκληρές, νοσηρές όψεις, καθώς επίσης αποσπασματικούς, φορτισμένους διαλόγους έντονης δραματικότητας. Η πολύ γνωστή υπόθεση, μία ιστορία παθιασμένου έρωτα ανάμεσα στην Φλόρια Τόσκα και τον Μάριο Καβαραντόσσι, έχει ως φόντο μία πολιτική κατάσταση στην οποία επικρατεί έξαρση των ιδανικών της ελευθερίας και της δικαιοσύνης σε αντιδιαστολή προς την δεσποτική και σκληρή εξουσία του Σκάρπια, ο οποίος με διαβολικό τρόπο καθορίζει μια ροή εξελίξεων, που επιφέρει τον δικό του χαμό, την καταδίκη του εραστή της Τόσκας και τη θεαματική αυτοκτονία της ίδιας: «Ω, Σκάρπια, ενώπιον του Θεού!»

Η Τόσκα με μια ματιά

Ο συνθέτης / Ο Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της βόρειας Ιταλίας στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Έως σήμερα παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα από τα έργα του περιλαμβάνονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική γλώσσα του διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη όπερά του, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στις απαιτήσεις της εποχής. Λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, στις Βρυξέλλες το 1924, έμεινε ανολοκλήρωτο το τελευταίο έργο του, η όπερα Τουραντότ.

Το έργο / Η τρίπρακτη όπερα Τόσκα βασίζεται σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο Η Τόσκα (1887) του Γάλλου Βικτοριέν Σαρντού. Ο ζωγράφος και δημοκράτης Μάριο Καβαραντόσσι, εραστής της Τόσκας, συλλαμβάνεται εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων του από το βαρόνο Σκάρπια, αρχηγό της αστυνομίας. Ο Σκάρπια προτίθεται να ελευθερώσει τον Καβαραντόσσι με αντάλλαγμα μια ερωτική συνεύρεση με την Τόσκα. Εκείνη υποκύπτει στον εκβιασμό, αλλά σκοτώνει το βαρόνο όταν την πλησιάζει. Καταδιωκόμενη από την αστυνομία, αυτοκτονεί πέφτοντας από τις επάλξεις του φρουρίου των φυλακών όπου λίγο νωρίτερα έχει εκτελεστεί ο Καβαραντόσσι.
Πρεμιέρες / Η Τόσκα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης στις 14 Ιανουαρίου 1900. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευσε η ελληνικής καταγωγής Ρουμάνα υψίφωνος Χαρίκλεια Νταρκλέ –το γένος Χαρικλή–, επιλογή του ίδιου του Πουτσίνι, τον Καβαραντόσσι ο Εμίλιο ντε Μάρκι και τον Σκάρπια ο Εουτζένιο Τζιραλντόνι. Διηύθυνε ο Λεοπόλντο Μουνιόνε. Η Τόσκα παρουσιάστηκε από το Γ’ Ελληνικό Μελόδραμα κατά την καλλιτεχνική περίοδο 1916/7. Η Εθνική Λυρική Σκηνή τη συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριό της στις 27 Αυγούστου 1942, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, με τη δεκαεννιάχρονη Μαρία Καλογεροπούλου (Κάλλας) στον κεντρικό ρόλο. Διηύθυνε ο Σώτος Βασιλειάδης.

Σύνοψη

Α’ Πράξη / Σάντ’ Αντρέα ντέλλα Βάλλε (Άγιος Aνδρέας του Kάμπου), Ρώμη, Ιούνιος του 1800. Ο Τσέζαρε Αντζελόττι, πολιτικός κρατούμενος που έχει αποδράσει, αναζητά κρησφύγετο σε παρεκκλήσι του ναού, στον οποίο εισέρχεται ο Νεωκόρος ακολουθούμενος από το ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσσι. Παρ’ ότι εκείνος φιλοτεχνεί εικόνα της Mαρίας Μαγδαληνής με ξανθά μαλλιά, λέει ότι του θυμίζει τη μελαχρινή αγαπημένη του Φλόρια Τόσκα, γνωστή τραγουδίστρια όπερας. Μετά την αποχώρηση του Νεωκόρου, ο Καβαραντόσσι συναντά τον Αντζελόττι και υπόσχεται να τον βοηθήσει ώστε να φύγει μυστικά από τη Ρώμη. Ακούγοντας την Τόσκα να πλησιάζει, ο Αντζελόττι κρύβεται πάλι. Εκείνη έχει ακούσει τον αγαπημένο της να συνομιλεί με κάποιον, μα δεν βλέπει άλλο πρόσωπο και εκφράζει την παθολογική ζήλια της, ανακρίνοντάς τον εξαντλητικά. Ο Καβαραντόσσι την καθησυχάζει, κι έτσι η Τόσκα αποχωρεί. Ο ζωγράφος σχεδιάζει με τον Αντζελόττι τη φυγάδευσή του. Ύστερα φεύγουν μαζί βιαστικά από το παρεκκλήσι.

Πλήθος πιστών συγκεντρώνονται για το Te Deum, ενώ καταφτάνει ο αρχηγός της αστυνομίας, βαρόνος Σκάρπια, με τον αστυνομικό Σπολέττα, αναζητώντας τον Αντζελόττι. Η Τόσκα επιστρέφει. Ο Σκάρπια, που υποπτεύεται τον Καβαραντόσσι και ταυτόχρονα ποθεί την όμορφη τραγουδίστρια, βασίζεται στη γνωστή ζήλια της ώστε να εκμαιεύσει πληροφορίες. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατορθώνει πολλά. Ενώ το πλήθος υμνωδεί, ο Σκάρπια ορκίζεται να οδηγήσει τον Καβαραντόσσι στην κρεμάλα και την Τόσκα στην αγκαλιά του.

Β’ Πράξη / Αίθουσα του μεγάρου Φαρνέζε, όπου διαμένει ο Σκάρπια. Καθώς ο βαρόνος δειπνεί, αναλογίζεται πόσο πολύ ποθεί την Τόσκα. Ο Σπολέττα ανακοινώνει ότι δεν βρήκε τον Αντζελόττι, αλλά ότι συνέλαβε τον Καβαραντόσσι για ύποπτη συμπεριφορά. Ο Σκάρπια, που στο μεταξύ έχει καλέσει την Τόσκα, ανακρίνει το ζωγράφο, ο οποίος αρνείται πως γνωρίζει οτιδήποτε. Η τραγουδίστρια φτάνει τη στιγμή που ο αγαπημένος της βασανίζεται σε διπλανό δωμάτιο. Δεν αντέχει να ακούει τις φωνές και αποκαλύπτει στον Σκάρπια το κρησφύγετο του Αντζελόττι, που της έχει εμπιστευτεί ο εραστής της. Ο Καβαραντόσσι οδηγείται μπροστά τους ενόσω αναγγέλλεται η νίκη των στρατευμάτων του Ναπολέοντα στο Μαρένγκο. Ο ζωγράφος πανηγυρίζει.

Έξαλλος ο Σκάρπια διατάζει τη φυλάκισή του. Στη συνέχεια, μόνος με την Τόσκα, ο βαρόνος διαπραγματεύεται την αποφυλάκιση του αγαπημένου της: Προκειμένου να τον αφήσει ελεύθερο, εκείνη θα πρέπει να υποκύψει στις ορέξεις του. Σε απόλυτη απόγνωση, η Τόσκα συμφωνεί. Ο Σκάρπια υποκρίνεται πως ζητά από τον Σπολέττα ψευδή εκτέλεση του Καβαραντόσσι. Αφού όμως ετοιμάσει το έγγραφο με το οποίο η Τόσκα και ο αγαπημένος της θα μπορούν να φύγουν ανενόχλητοι από τη Ρώμη, εκείνη αρπάζει ένα μαχαίρι από το τραπέζι του δείπνου και, οπλισμένη με μίσος και αηδία, τον φονεύει.

Γ’ Πράξη / Λίγες ώρες αργότερα, ξημέρωμα στο Καστέλ Σάντ’ Άντζελο. Ηχούν οι καμπάνες του Αγίου Πέτρου και ακούγεται από μακριά η φωνή ενός Βοσκού. Αναμένοντας την εκτέλεσή του, ο Καβαραντόσσι σκέφτεται μόνο τα γλυκά φιλιά της αγαπημένης του. Πάνω στην ώρα φτάνει η Τόσκα, αφηγείται το κατόρθωμά της και τον καθησυχάζει εξηγώντας ότι η εκτέλεσή του, όπως πιστεύει, θα είναι εικονική. Του υποδεικνύει πώς ακριβώς να κινηθεί και στη συνέχεια ενθουσιάζεται με τη φυσικότητα με την οποία ο Καβαραντόσσι υποκρίνεται, όπως νομίζει, τον νεκρό μόλις το απόσπασμα τον πυροβολεί. Περιμένει ώσπου να φύγουν οι στρατιώτες. Όταν πηγαίνει κοντά του για να τον ειδοποιήσει ότι ο δρόμος προς την ελευθερία είναι πλέον ανοιχτός, αντιλαμβάνεται ότι ο Σκάρπια την ξεγέλασε. Εκείνη τη στιγμή εισέρχονται στρατιώτες οδηγούμενοι από τον Σπολέττα: Το έγκλημά της αποκαλύφθηκε, και θα πληρώσει. Ωστόσο, προτιμά να πέσει στο κενό παρά στα χέρια τους. Με τον Σκάρπια θα αναμετρηθεί πια ενώπιον του Θεού.

Τζάκομο Πουτσίνι [1858-1924]
Τόσκα
Όπερα σε τρεις πράξεις
Ποιητικό κείμενο Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα βασισμένο στο ομότιτλο θεατρικό έργο του Βικτοριέν Σαρντού
Πρώτη παρουσίαση Θέατρο Κοστάντσι, Ρώμη / 14 Ιανουαρίου 1900
Πρώτη παρουσίαση από την ΕΛΣ Θερινό Θέατρο πλατείας Κλαυθμώνος / 27 Αυγούστου 1942

Μουσική διεύθυνση Μύρων Μιχαηλίδης
Σκηνοθεσία – Σκηνικά – Κοστούμια Ούγκο Ντε Άνα
Φωτισμοί Βινίτσιο Κέλι
Βίντεο Σέρτζιο Μετάλλι
Διεύθυνση χορωδίας Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Διεύθυνση παιδικής χορωδίας Ρόζη Μαστροσάββα

Φλόρια Τόσκα Ντανιέλα Ντεσσί (26, 28/7) – Τσέλια Κοστέα (27, 29/7)
Μάριο Καβαραντόσσι Καρλ Τάννερ (26, 28/7) – Τζανκάρλο Μονσάλβε (27, 29/7)
Βαρόνος Σκάρπια Λάντο Ατανέλι (26, 28/7)  – Γκεόργκε Γκαγκνίτζε (27, 29/7)
Τσεζάρε Αντζελόττι Τάσος Αποστόλου
Νεωκόρος Δημήτρης Κασιούμης
Σαρρόνε Παύλος Σαμψάκης
Δεσμοφύλακας Χρήστος Αμβράζης
Σπολέττα Ζαχαρίας Τσούμος

Συμμετέχει η Ορχήστρα και η Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
και η Παιδική Χορωδία ROSARTE

Όπερα σε τρεις πράξεις / Νέα παραγωγή
Μουσική διεύθυνση: Μύρων Μιχαηλίδης
Σκηνοθεσία – Σκηνικά – Κοστούμια: Ούγκο Ντε Άνα