Όταν το «Σπιρτόκουτο» (σε σενάριο Λένιας Σπυροπούλου και Γιάννη Οικονομίδη και σκηνοθεσία Γ. Οικονομίδη) προβλήθηκε στις

Συνέντευξη: Κατερίνα Χριστοδούλου

κινηματογραφικές αίθουσες, θεωρήθηκε ταινία cult, κέρδισε το θαυμασμό πάρα πολλών θεατών και ταυτόχρονα προκάλεσε διχασμό και ατέρμονες συζητήσεις στο σινεφίλ κοινό. Σε συνέντευξή του ο σκηνοθέτης είχε επισημάνει για την ταινία: «Το Σπιρτόκουτο προέκυψε μέσα από την προσωπική μου ανάγκη να αποβάλω το φόβο και τα “πρέπει” ενός αρεστού, στο ευρύ κοινό, έργου και να γράψω για αυτό που με απασχολεί, το σύγχρονο Έλληνα και την ορατή-αόρατη βία που κουβαλά».

Ο Μηνάς Τίγκιλης, καλλιτεχνικός διευθυντής της Εταιρείας Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού, μας μιλά για τη μεταφορά της «εύφλεκτης» ιστορίας από την οθόνη στη θεατρική σκηνή, αρχικά στη Λεμεσό και μετέπειτα στην Αθήνα, σε σκηνοθεσία δική του, και αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όταν ανέβηκε το “Σπιρτόκουτο” στην Κύπρο εξέφρασαν γνώμη αριστεροί, δεξιοί, εθνικιστές, προοδευτικοί, ακροαριστεροί για το πώς μπορεί ένας Κύπριος να γράφει έτσι και γιατί. Στην Κύπρο υπάρχει έντονο το θέμα αν γράφεται κάτι στην πανελλήνια διάλεκτο ή στην κυπριακή. Έθεσα τον προβληματισμό και στους ηθοποιούς της παράστασης και όλοι συμφώνησαν ότι οποιαδήποτε τροποποίηση θα ήταν λάθος».

Culturenow.gr: Τι σας παρακίνησε να ανεβάσετε το συγκεκριμένο έργο, παρότι γράφτηκε για τον κινηματογράφο;

Μηνάς Τίγκιλης: Είχα δει το «Σπιρτόκουτο» σε ανύποπτο χρόνο και μου έκανε εντύπωση η θεατρικότητά του. Αργότερα, διαβάζοντας το κείμενο στο βιβλίο (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ) ξαναβίωσα δυνατές θεατρικές συγκινήσεις που μου είχαν προσφέρει τα έργα: “Χασαμε τη Θεία. Στοπ”, “Μάνα Μητέρα Μαμά” του Γιώργου Διαλεγμένου και οι “Θεατές” του Μάριου Ποντίκα. Πρέπει, όμως, να αναφέρω ότι στη μεταφορά που έκανα εγώ, έχει γίνει διασκευή. Η δική μου ματιά δίνει ένα διαφορετικό τέλος στην εξέλιξη της ιστορίας. Να προσθέσω ότι έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην επιλογή μου και το γεγονός ότι ο Γιάννης Οικονομίδης είναι Κύπριος. Οι Κύπριοι καμαρώνουν ιδιαίτερα για όσους καλλιτέχνες τους, έχουν κάνει επιτυχημένη καριέρα εκτός της χώρας τους.

Cul.N.: Ποιες ήταν οι αντιδράσεις τού κυπριακού κοινού απέναντι στις βωμολοχίες και στην ωμότητα των καταστάσεων που χαρακτηρίζει το έργο;

Μ.Τ.: Σόκαρε και ξάφνιασε πολλούς. Η κυπριακή κοινωνία είναι συντηρητική. Αρέσκεται στο να βάζει τα πράγματα «κάτω απ’ το χαλί». Σε μικρές κοινωνίες, όπως αυτή της Κύπρου -εξίσου, βέβαια, και της ελληνικής επαρχίας -, είναι πολύ δύσκολο τέτοιου είδους καταστάσεις να βγουν προς τα έξω, πόσω μάλλον να τις παραδεχτεί κάποιος και να μιλήσει γι αυτές. Όμως σε μια μεγαλούπολη, αυτό χάνεται. Μπορεί να συμβαίνει σε διπλανές πόρτες και να μην το ξέρουμε.

Cul.N.: Ποια η δική σας θέση απέναντι στη βίαιη γλώσσα τού κειμένου;

Μ.Τ.: Θεωρώ ότι αυτός ο λόγος είναι “extreme” , αλλά από την άλλη πλευρά για μένα αποτελεί γνωστό πεδίο. Έχω μεγαλώσει στον Πειραιά, στα Ταμπούρια, κι έχω ζήσει από κοντά και τον κόσμο τού ποδοσφαίρου. Έχω από παλιά συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν νεοέλληνες που το λεξιλόγιό τους αποτελείται όλο κι όλο από 50 λέξεις κι ότι οι μισές από αυτές είναι βρισιές. Θαυμάζω τον Γιάννη Οικονομίδη που μπόρεσε να αποτυπώσει τόσο αληθινά αυτόν τον κόσμο.

Cul.N.: Ακόμη και άνθρωποι από τον καλλιτεχνικό κόσμο αντέδρασαν αρνητικά;

Μ.Τ.: Μα, αυτοί είναι ελάχιστοι. Είναι πολύ μικρός ο πληθυσμός της Κύπρου. Εξάλλου, πρέπει να πω ότι και στην Κύπρο, το κοινό προτιμάει το εμπορικό θέατρο. Αυτό που έχει για πρωταγωνιστές τηλεοπτικούς αστέρες. Επίσης, να ξανατονίσω πως το συγκεκριμένο έργο δεν θα τολμούσα να το κάνω στην Κύπρο αν ο συγγραφέας δεν ήταν Κύπριος.

Cul.N.: Τι πιστεύετε ότι θα μπορούσε να συμβεί στην αντίθετη περίπτωση;

Μ.Τ.: Νομίζω πως θα μας δέρνανε όλους.

Cul.N.: Σας ευχαριστώ πολύ
Μ.Τ.:
Κι εγώ σας ευχαριστώ