Το ΙΜΚ στο πλαίσιο της γενικότερης προσφοράς του στους φιλότεχνους της Αθήνας με τη συνεργασία και την υποστήριξη της

ανεξάρτητης εταιρίας διανομής επιλεγμένων ταινιών New Star και τον Βελισσάριο Κοσσυβάκη, καθιέρωσε μία άτυπη Κινηματογραφική Λέσχη, κάθε Τετάρτη στις 21:30, με ελεύθερη είσοδο.

Στις Τετάρτες με Σινεμά του ΙΜΚ, έχουν θέση και προβάλλονται ταινίες καθιερωμένων και νέων δημιουργών, ταινίες που μιλούν μία ατόφια κινηματογραφική γλώσσα με εμφανές το στίγμα του κάθε δημιουργού, ταινίες που έχουν προσφέρει στην ιδιαίτερη εικόνα και την εξέλιξη εκείνου του κινηματογράφου που αποτυπώνει το διαφορετικό, ανοίγει ορίζοντες, ψυχαγωγεί και ταυτόχρονα επικεντρώνεται σε ανθρώπους και καταστάσεις, σχέσεις και γεγονότα με ευρύτερο ενδιαφέρον.

&… ξαφνικά, αντηχούν μουσικές!

Νέοι, αλλά και ήδη καταξιωμένοι, αξιόλογοι μουσικοί και σπουδαστές μουσικής καταλαμβάνουν το φουαγέ του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης και συστήνονται στο κοινό μέσα από μικρές συναυλίες με διάφορα είδη μουσικής. Μέσα από αυτό τον κύκλο εκδηλώσεων βρίσκουν βήμα έκφρασης και παρουσιάζουν μουσικούς προλόγους για τις κινηματογραφικές προβολές της “Τετάρτης με Κινηματογράφο στο ΙΜΚ“, μισή ώρα περίπου πριν την έναρξη κάθε προβολής με ελεύθερη είσοδο.

Απρίλιος 2012, Αφιέρωμα “Προβολή στην Αμφισβήτηση”

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012, στις 21:30
Zabriskie Point
Σκηνοθεσία: ΜΙΚΕΛΑΝΤΖΕΛΟ ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ  (ΗΠΑ – 1970 –  Έγχρωμη – 110’)

Τετάρτη 11 Απριλίου  2012, στις 21:30
Να πεθαίνεις στα 30
Σκηνοθεσία: ΡΟΜΑΝ ΓΚΟΥΠΙΛ (Γαλλία – 1982 – Ντοκιμαντέρ – A/M – 97΄)

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012, στις 21:30
Το αλάτι της γης
Σκηνοθεσία ΧΕΡΜΠΕΡΤ ΜΠΙΜΠΕΡΜΑΝ (Η.Π.Α. – 1953 – 90’- Έγχρωμο)

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012, στις 21:30
Το Μίσος
Σκηνοθεσία:  ΜΑΤΙΕ ΚΑΣΣΟΒΙΤΣ  (Γαλλία – 1995 – 96’ – Α/Μ)

Οι ταινίες αναλυτικά

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012, στις 21:30
ZABRISKIE POINT
Σκηνοθεσία: ΜΙΚΕΛΑΝΤΖΕΛΟ ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ
(ΗΠΑ –1970 –  Έγχρωμη – 110’)

Μια αυθεντική δημιουργική κατάθεση
για την έκρηξη των sixties, την αντικουλτούρα,
την ιδεολογική σύγχυση, τη λυσσασμένη επιθυμία για εξέγερση, το ουτοπικό πλην όμως διαρκές όραμα της ανατροπής.

1968
Ο Αντονιόνι αρχίζει τα γυρίσματα του «Zabriskie Point», έργου που συμπυκνώνει το κλίμα της εποχής. Μεταφέρει το θέμα του στην καρδιά του καπιταλισμού, στην Καλιφόρνια, όπου η υπεραξία του χρήματος ισοπεδώνει κάθε ανθρωπιά και μόνο οι νέοι διατηρούν ακόμη μια τελευταία ικμάδα ζωής.

Το Zabriskie Point είναι η μοναδική ταινία του μεγάλου Ιταλού δημιουργού που γυρίστηκε στην Αμερική. Μέσα από τη χαλαρή ιστορία ενός νεαρού πολιτικοποιημένου ακτιβιστή και της γραμματέως ενός επιχειρηματία, την τυχαία συνάντησή τους, τον έρωτά τους, την περιπλάνησή τους στην έρημο, την δολοφονία του νέου από τους αστυνομικούς και την επιστροφή της ηρωίδας στην καθημερινότητά της, ο Αντονιόνι καταθέτει την δική του ματιά στα ταραγμένα όσο και ανήσυχα sixties στις Η.Π.Α., στην ουτοπία της εξεγερμένης αμερικάνικης νεολαίας, στον διαρκή εφιάλτη της καταναλωτικής κοινωνίας, στην γοητεία της περιπλάνησης στην άγνωστη ήπειρο.

Με ένα σχεδόν ντοκιμαντερίστικο στυλ, με μουσικές των Stones, των Grateful Dead και των Pink Floyd, ο Αντονιόνι βρίσκει την αφορμή να διατρέξει μια δεκαετία και μια ήπειρο, να σημαδέψει την σεξουαλική απελευθέρωση με μια εμβληματική ερωτική σεκάνς, να καταλήξει στο οικείο «ψυχρό» μεγαλοαστικό περιβάλλον, πριν το κυριολεκτικά εκρηκτικό, αναπάντεχο φινάλε (που αντέγραψε και ο Φίντσερ στο Fight Club). Μολονότι εντελώς διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα φιλμ του μεγάλου κινηματογραφιστή, το Zabriskie Point παραμένει ακόμα και σήμερα μια αυθεντική δημιουργική κατάθεση για την έκρηξη των sixties, την αντικουλτούρα, την ιδεολογική σύγχυση, την λυσσασμένη επιθυμία για εξέγερση, το ουτοπικό πλην όμως διαρκές όραμα της ανατροπής, ένας νεολαιίστικος και όχι μόνο στοιχειωμένος μύθος που επανέρχεται με κάθε προβολή, με κάθε νότα, με κάθε κραυγή…

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012, στις 21:30
ZABRISKIE POINT
(ΗΠΑ – 1970 –  Έγχρωμη – 110’)
Σκηνοθεσία:  ΜΙΚΕΛΑΝΤΖΕΛΟ ΑΝΤΟΝΙΟΝΙ/Michelangelo Antonioni
Σενάριο: Michelangelo Antonioni, Harrison Starr, Clare Peploe
Φωτογραφία: Alfio Contini
Μοντάζ: Franco Arcalli, Jim Benson
Σπέσιαλ εφέ: Earl McCoy
Παραγωγός: Carlo Ponti
Σχεδιασμός παραγωγής: Dean Tavoularis

Με τη μουσική των: Pink Floyd, The Youngbloods, The Kaleidoscope, Jerry Garcia, Patti Page, Grateful Dead, Rolling Stones

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012, στις 21:30

ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ ΣΤΑ 30/Mourir a 30 ans
Σκηνοθεσία:  ΡΟΜΑΝ ΓΚΟΥΠΙΛ
(Γαλλία – 1982 – Ντοκιμαντέρ – A/M – 97΄)


Χρυσή Κάμερα Φεστιβάλ Καννών 1982
«Καλύτερα να πεθάνεις όρθιος, παρά να ζεις γονατιστός»
Μια μοναδική μαρτυρία
για το Μάη του ’68 «από τα μέσα»,
για όλους αυτούς που προτίμησαν να καούν
παρά να σκουριάσουν
Δεκάδες είναι τα φιλμ που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αναφέρονται στις ταραγμένες μέρες του Γαλλικού Μάη κι ακόμα περισσότερα αυτά που προσπαθούν να συλλάβουν, ακόμα και στις μέρες μας, το «πραγματικό» νόημα της πιο ανήσυχης μεταπολεμικής δεκαετίας.

Ο Ρομάν Γκουπίλ, στις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου τότε, έζησε τα γεγονότα «από μέσα» όντας οργισμένος ακτιβιστής, σε πεζοδρόμια και οδοφράγματα. Πάντα μαζί του μια οχτάρα κάμερα, καθώς από τα μικράτα του κιόλας έβρισκε πολύ πιο απλό να κινηματογραφεί παρά να μιλάει καν.
Πολιτικός του μέντορας, αλλά και κολλητός του, τότε, ο Μισέλ Ρεκανατί, ταγμένος επαναστάτης, παρών σε κάθε διαδήλωση, σε κάθε σύγκρουση, σε δεκάδες συζητήσεις για το μέλλον και την κατεύθυνση της επανάστασης, ταυτόχρονα, ένα παιδί με ένα διαρκές τραύμα μετά την ανακάλυψη πως ήταν υιοθετημένος. Για τον νεαρό Μισέλ, η διαρκής εξέγερση ήταν ο μοναδικός τρόπος επαφής με τον κόσμο.

Κι ο Μάης πέρασε κι ο Ρομάν Γκουπίλ μπλέχτηκε για τα καλά με το σινεμά (βοηθός πια σε σημαντικούς Γάλλους δημιουργούς), ενώ ο Μισέλ αγωνιζόταν να προσαρμοστεί στις καινούριες εποχές. Δεν το κατάφερε ποτέ, το 1978, πριν κλείσει τα τριάντα χρόνια του, έδωσε τέλος στη ζωή του. Ο Ρομάν Γκουπίλ, συγκεντρώνει το υλικό που τραβούσε τις μέρες της εξέγερσης, από διαδηλώσεις, θυελλώδεις συζητήσεις για το μέλλον της ανθρωπότητας, προσωπικές καθημερινές στιγμές και αποχαιρετά τον αγαπημένο του φίλο και μαζί τις μέρες της αθωότητας. Δεν πρόκειται για μια πένθιμη ελεγεία, ο Ρεκανατί μοιάζει περισσότερο με τον Αντουάν Ντουανέλ, τον ήρωα του Τρυφώ που σχεδόν αδυνατούσε να κατανοήσει τα κίνητρα οποιουδήποτε άλλου εκτός του εαυτού του. Δεν είναι μια αναπόληση των «παλιών καλών καιρών», αλλά μια επιστολή στο παρελθόν γεμάτη φρεσκάδα και χιούμορ (άλλωστε το μοναδικό στυλ χάρισε στον Γκουπίλ και την «Χρυσή Κάμερα» στο Φεστιβάλ Καννών. Είναι μια μοναδική μαρτυρία «από τα μέσα» για όλους αυτούς που προτίμησαν «να καούν παρά να σκουριάσουν», για αυτούς που πραγματικά πλήρωσαν το τίμημα της ουτοπίας, αυτούς που πίστεψαν σχεδόν παθολογικά στην δυνατότητα ενός καλύτερου κόσμου.
Το «Να πεθαίνεις στα τριάντα σου» είναι μία ακόμη λέξη για τον Γαλλικό Μάη, γλυκόπικρη, ανάλαφρη, ασπρόμαυρη, ανήσυχη κι αντικομφορμιστική, όπως κι οι πρωταγωνιστές της.

Τετάρτη 11 Απριλίου 2012, στις 21:30
ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙΣ ΣΤΑ 30
Σκηνοθεσία:  ΡΟΜΑΝ ΓΚΟΥΠΙΛ
(Γαλλία – 1982 – Ντοκιμαντέρ – A/M – 97΄)
Χρυσή Κάμερα Φεστιβάλ Καννών 1982
Σκηνοθέτης: Roman Goupil
Σενάριο: Roman Goupil
Φωτογραφία: Sophie Goupil, Jean Chiabaut, Renan Polles
Μοντάζ: Francoise Prenant
Ήχος: Dominique Dalmasso, Jacques Kebadian
Παραγωγή: ΜΚ2

 

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012, στις 21:30
Το αλάτι της γης/ Salt of the Earth
Σκηνοθεσία: Χέρμπερτ Μπίμπερμαν
(Η.Π.Α. – 1953 – 90’- Έγχρωμο)

Η μόνη ταινία στη μαύρη λίστα του Μακαρθισμού στην Ιστορία του Αμερικανικού Κινηματογράφου

“Τ’ όνομά μου είναι Εσπεράνζα. Είμαι η γυναίκα ενός εργάτη στο ορυχείο.
Εδώ είναι το σπίτι μας. Το σπίτι δεν είναι δικό μας.
Τα λουλούδια, όμως… τα λουλούδια είναι δικά μας.
Η γη όπου στέκει τώρα το ορυχείο – αυτή η γη ανήκε στον παππού του συζύγου μου.  Τώρα ανήκει στην εταιρεία.”

Μέγα βραβείο, βραβείο καλύτερης ηθοποιού Φεστιβάλ Κάρλοβυ-Βάρυ.

Καλύτερη ξένη ταινία του 1955 για τους Γάλλους κριτικούς

Το 1992 επιλέχθηκε για το Κρατικό Αρχείο Ταινιών της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου

Μια από τις πιο τολμηρές πολιτικές ταινίες στην Ιστορία του Αμερικανικού Κινηματογράφου, «Το Αλάτι της Γης» είναι βασισμένη σε μια πραγματική απεργία, και χρησιμοποιεί εργάτες του ορυχείου στο καστ της. Αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα αμερικανικής ταινίας που προωθεί τον κοινωνικό ρεαλισμό.

Η ταινία αποκαλύπτει τις άθλιες συνθήκες εργασίας και ζωής της Μεξικανο-αμερικανικής κοινότητας και την σκληρή εκμετάλλευση των κατοίκων από τους λευκούς (Αγγλο- Αμερικάνους, όπως αποκαλούνται) βιομηχάνους.
Κάποτε η γη ανήκε στην κοινότητα, η Εταιρεία Ψευδαργύρου, όμως, ήρθε ξαφνικά, ανέλαβε την εκμετάλλευσή της κι άφησε στους κατοίκους την «επιλογή» είτε να φύγουν ή να δεχτούν να εργαστούν με εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς  κι άθλιες συνθήκες.

Αναγκάζονται να ζουν σε σπίτια που ανήκουν στη διεύθυνση, να ψωνίζουν σε καταστήματα που ανήκουν στη διεύθυνση. Τα σπίτια είναι καλύβες ανθυγιεινές και χωρίς υδραυλικά. Τα καταστήματα πουλούν τα προϊόντα τους σε πολύ υψηλές τιμές, πράγμα που αναγκάζει τους εργάτες να ζουν χρεωμένοι. Οι συνθήκες ασφαλείας για τους εργάτες είναι ανύπαρκτες, ειδικά αν συγκριθούν μ’ αυτές των ορυχείων όπου εργάζονταν λευκοί. Ενώ στους λευκούς επιτρέπεται να δουλεύουν σε ζευγάρια, οι Μεξικάνοι αναγκάζονται να διεκπεραιώνουν τις πιο επικίνδυνες εργασίες μόνοι, κι όταν διαμαρτύρονται, η διεύθυνση τους απειλεί με απολύσεις.

Η αστυνομία συνωμοτεί με τους ιδιοκτήτες του ορυχείου για να σπάσει η απεργία, διαλύοντας τις συγκεντρώσεις των απεργών. Βρίζοντας και χρησιμοποιώντας ρατσιστικούς χαρακτηρισμούς, αλλά και σωματική βία, η αστυνομία συλλαμβάνει έναν από τους εργάτες, τον Ραμόν κι ύστερα τον κατηγορεί για αντίσταση κατά της αρχής. Καθώς η απεργία συνεχίζεται, διώχνει τους εργάτες από τα σπίτια τους και καταστρέφει τις περιουσίες τους.
Η απεικόνιση των Μεξικάνων και των μεταναστών στην ταινία δεν ανταποκρίνεται στα πρότυπα του Χόλυγουντ. Δεν παρουσιάζονται ως τα τίμια θύματα που αποζητούν να κερδίσουν την εύνοια του λευκού. Στο «Αλάτι της Γης» οι απεργοί είναι υπερήφανοι αγωνιστές.

Οι διαπραγματεύσεις με τη διεύθυνση αποτυγχάνουν, ένας εργάτης τραυματίζεται κι οι απεργοί αποχωρούν και αναδιοργανώνονται. Είναι η σειρά των γυναικών να αναλάβουν δράση. Οι γυναίκες παρατάσσονται ως ανταπεργοσπάστριες και διεκδικούν, εκτός των άλλων, ισότητα και ίση αντιμετώπιση από τους άνδρες.
Μεγάλη νίκη αποτελεί η συνειδητοποίηση ότι η προκατάληψη και η κακή μεταχείριση είναι συνθήκες που δεν επιβάλλονται πάντα και μόνο από εξωτερικούς παράγοντες.

Εισαγωγική Αφήγηση της Εσπεράνζα Κουιντέρο, στην ταινία

«Πώς ν’ αρχίσω ν’ αφηγούμαι την ιστορία μου που δεν έχει αρχή; Τ’ όνομά μου είναι Εσπεράνζα, Εσπεράνζα Κουιντέρο. Είμαι η γυναίκα ενός εργάτη στο ορυχείο. Εδώ είναι το σπίτι μας. Το σπίτι δεν είναι δικό μας. Τα λουλούδια, όμως… τα λουλούδια είναι δικά μας. Αυτό είναι το χωριό μου. Όταν ήμουν παιδί, λεγόταν Σαν Μάρκος. Οι Αγγλοαμερικανοί άλλαξαν το όνομα σε Zinc Town. Ζινκ Τάουν, Νιου Μέξικο, Η.Π.Α. Οι ρίζες μας φτάνουν βαθιά σ’ αυτόν τον τόπο, πιο βαθιά κι από τα πεύκα, πιο βαθιά κι απ’ το ορυχείο. Σ’ αυτούς τους ξεροπόταμους ο προπάππους μου έβοσκε τα βοοειδή του πριν ακόμα έρθουν οι Αγγλοαμερικανοί. Η γη όπου στέκει τώρα το ορυχείο – αυτή η γη ανήκε στον παππού του συζύγου μου. Τώρα ανήκει στην εταιρεία. Δεκαοχτώ χρόνια έφαγε ο άντρας μου σ’ αυτό το ορυχείο. Ζώντας τη μισή του ζωή με τον δυναμίτη και το σκοτάδι. Ποιος μπορεί να πει που αρχίζει, η ιστορία μου; Δεν ξέρω. Εκείνη, όμως, τη μέρα τη θυμάμαι σαν την αρχή του τέλους. Ήταν η μέρα της γιορτής μου. Ήμουν τριανταπέντε χρονών. Ημέρα γιορτής. Κι ήμουν εφτά μηνών έγκυος στο τρίτο μου παιδί. Κι εκείνη τη μέρα – Θυμάμαι έκανα μια ευχή… μια τόσο αμαρτωλή σκέψη… μια τόσο σατανική σκέψη που παρακάλεσα τον Θεό να με συγχωρέσει. Ευχήθηκα… ευχήθηκα να μη γεννηθεί ποτέ το παιδί μου. Όχι. Όχι σ’ αυτόν τον κόσμο.»

ΤΟ ΑΛΑΤΙ ΤΗΣ ΓΗΣ
THE SALT OF THE EARTH

Μια ταινία που προασπίζεται τα δικαιώματα
των εργατών, των γυναικών, των μεταναστών

Η.Π.Α. – 1953 – 90’- Έγχρωμο

Σκηνοθεσία HERBERT J. BIBERMAN,
Σενάριο MICHAEL WILSON,
Παραγωγή PAUL JARRICO,
Φωτογραφία SAIMON LAZARUS,
Μουσική SOL KAPLAN

Με τους: ROSAURA REVUELTAS, JUAN CHACON, WILL GEER, DAVID WOLFE, MERVIN WILLIAMS, DAVID SARVIS

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012, στις 21:30

ΤΟ ΜΙΣΟΣ/La Haine
Σκηνοθεσία:  Ματιέ Κασσοβίτς
(Γαλλία – 1995 – 96’ – Α/Μ)

Βραβείο καλύτερης Σκηνοθεσίας Φεστιβάλ Καννών 1995

Βραβείο Σεζάρ Καλύτερης Ταινίας, Καλύτερου Μοντάζ, Καλύτερης Παραγωγής 1995
Βραβείο Λυμιέρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας, Καλύτερης Ταινίας 1996

Παρίσι- Προάστια- Φτώχια- Περιθώριο- Γκέτο- Μίσος

Ένα τυπικό γαλλικό, Παριζιάνικο προάστιο – συγκρότημα κρατικών κατοικιών, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, ξυπνά ένα πρωί σε κατάσταση πολιορκίας. Τα παιδιά του Bluebell συγκρούονταν όλη τη νύχτα με την αστυνομία.

Η αιτία, ένα 16άχρονο αγόρι, ο Abdel Ichah, κινδυνεύει να πεθάνει, μετά από  τον άγριο ξυλοδαρμό που υπέστη από αστυνομικό, κατά την ανάκριση. Μια ακόμη, περίπτωση χρήσης άλογης αστυνομικής βίας, μια ακόμη εξέγερση. Ανάμεσα σ’ αυτά τα παιδιά που τα τυφλώνει το μίσος για το σύστημα, είναι και ο Hubert, ο Said και ο Vinz. Αυτή είναι η πιο σημαντική μέρα της ζωής τους. Γιατί δεν είναι μόνο τρεις, αλλά τέσσερις. Ο Said, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με μικρεμπόριο χασίς, αλλά δεν τα καταφέρνει. Ο  Hubert είναι πεπεισμένος ότι η διατήρηση της «ειρήνης»  στην περιοχή είναι  ο μόνος τρόπος να επιβιώσει η κοινότητα. Ο Vinz είναι πεπεισμένος ότι το κλειδί της επιβίωσης είναι το μίσος. Υπάρχει  κι ένας τέταρτος ήρωας στην ιστορία, ένα καλογυαλισμένο 44άρι που έχει απολέσει ένας αστυνομικός κατά τη διάρκεια της συμπλοκής.

24 ώρες από τη ζωή των νέων του γκέτο. 24 ώρες να βρεθεί μια λύση στο μίσος που διακατέχει και τα δυο πλευρές.
Γιατί, αν η δολοφονία αστυνομικού δεν είναι λύση… Τότε τι;

Ο νεαρός τότε σκηνοθέτης, καταγράφει αυτό το οδοιπορικό, με ύφος άλλοτε ντοκιμαντερίστικο και άλλοτε σχεδόν παραισθητικό, αποτυπώνοντας τα κοινωνικά αίτια που κρύβονται πίσω από τις συμπεριφορές. Η ταινία, βαθύτατα πολιτική, αποτελεί μια προφητική ματιά στα γεγονότα του Παρισιού, το 2006, προοικονομώντας τη βίαιη εξέγερση των μεταναστών στα γκέτο.

Το Μίσος

Ασπρόμαυρες εικόνες μιας σύγκρουσης. Γρήγορα, παγωμένα πλάνα από αστυνομικούς που αντιμετωπίζουν διαδηλωτές. Ο Mathieu Kassovitz χτυπά κατευθείαν στην καρδιά του θέματος και χτυπά δυνατά. Τα παρισινά προάστια «βράζουν» από την είδηση του σοβαρού τραυματισμού του 16χρονου Αμπντέλ Ισάχ από έναν αστυνόμο κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Ο χώρος, ο χρόνος και οι ήρωες έχουν ήδη ορισθεί – και οριοθετηθεί – και ο Kassovitz ακολουθεί την πολύπλοκη διαδρομή των σχέσεών τους μέσα στα σπλάχνα μιας κλειστής, σαν φυλακή πόλης, η οποία γεννά και γεννιέται από έναν διαρκή φαύλο κύκλο μίσους. Η ταινία βρίσκεται στο κέντρο του ήδη από την αρχή της και θα μείνει εκεί ως το φινάλε της, κομμάτι κι αυτή μιας πραγματικότητας τόσο γρήγορης και βιαστικής που δεν έχει χρόνο για έτοιμες λύσεις ή εύκολες απαντήσεις.

Μακριά από την κοινωνική ανάλυση και τη φτηνή δημαγωγία, το Μίσος αποτυπώνει εικόνες μιας ασφυκτικής καθημερινότητας με την αμεσότητα του ντοκουμέντου. Χωρίζοντας το πολύβουο κέντρο (πλάνα με κάμερα στο χέρι) από τα ερημωμένα προάστια (τράβελινγκ, διαρκείς αλλαγές γωνίας της μηχανής), περνά με 200 χιλιόμετρα την ώρα μέσα από τα ναρκωτικά, τη βία, τις αδικίεςτου συστήματος και προσγειώνεται στα πρόσωπα των ηρώων  που κινούνται διαρκώς ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι.

«Αυτή είναι μια ταινία ενάντια στους μπάτσους και θέλω να εκληφθεί ως τέτοια.», λέει ο σκηνοθέτης, ο οποίος, όμως, αν και κάνει ένα ασπρόμαυρο φιλμ, δε πέφτει στη παγίδα της καταγγελίας και του διαχωρισμού σε άσπρο και μαύρο. Ξεκινά με δεδομένη την αυθαιρεσία της εξουσίας και προχωρά επικεντρώνοντας την προσοχή του στα γρανάζια του μηχανισμού που αναπαράγει και διαιωνίζει την οργή και την προκατάληψη. Το Μίσος ανοίγει ένα παράθυρο στη σύγχρονη γαλλική πραγματικότητα και θέτει μερικά καυτά ερωτήματα τόσο πάνω σε αυτήν όσο και στο ίδιο το σινεμά.
Ο Kassovitz με τη στιλιστική σκηνοθετική του οπτική, απογειώνει τις εικόνες του μερικά μέτρα ψηλότερα από τον περιορισμένο σύγχρονο κινηματογραφικό ορίζοντα. Με μια ευέλικτη, ανάλαφρη και «μετωπική» κάμερα, η οποία μετατρέπεται σε πούπουλο μα και στιλέτο, ακολουθεί τους ήρωες σαν τη σκιά τους και συλλαμβάνει την οργή και την ένταση γύρω και ανάμεσά τους. Τους ορίζει μέσα από τη δική τους, άμεση και καθημερινή γλώσσα, τους ντύνει με μια επιθετική και γεμάτη ρυθμό μουσική, συλλαμβάνει τις χιουμοριστικές στιγμές αλλά και τις δραματουργικές εντάσεις και αφήνει το σασπένς να κυκλοφορεί ανάμεσά τους, στο σχήμα ενός περίστροφου Σμιθ Εντ Γουέσον το οποίο περιμένει τη στιγμή που θα εκπυρσοκροτήσει.

Με αυθεντικότητα, πρωτοτυπία, πάθος, σοβαρότητα μα και πρόκληση το Μίσος κρατά αυθεντική τη συγκίνηση περνώντας μέσα από το στυλ και ο Kassovitz δοκιμάζει τη δύναμη της ταινίας του σπρώχνοντάς τη ως τα όριά της.

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012, στις 21:30

ΤΟ ΜΙΣΟΣ/La Haine
Σκηνοθεσία:  Ματιέ Κασσοβίτς
(Γαλλία – 1995 – 96’ – Α/Μ)
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Mathieu Kassovitz
Μουσική: Assassin
Διευθ. Φωτογραφίας: Pierre Aïm
Μοντάζ: Mathieu Kassovitz, Scott Stevenson
Παραγωγή: Christophe Rossignon

Πρωταγωνιστούν:Vincent Cassel, Hubert Koundé, Saïd Taghmaoui, Abdel Ahmed Ghili, Solo, Joseph Momo, Héloïse Rauth, Rywka Wajsbrot, Olga Abrego, Laurent Labasse, Nabil Ben Mhamed, Benoît Magimel, Medard Niang, Arash Mansour, Abdel-Moulah Boujdouni, Mathilde Vitry, Christian Moro, JiBi, Edouard Montoute