Θα μπορούσε κανείς να πει ότι υπάρχουν δύο ρεύματα Ιστορίας. Απ\\’ τη μία πλευρά, μία Ιστορία που βλέπει τον κόσμο δοξαστικά, που

Του Γιάννη – Ορέστη Παπαδημητρίου

βλέπει τις φρίκες του παρελθόντος ως μοναδικά συμβάντα, ως το τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για να φτάσουμε στον δυτικό πολιτισμό του σήμερα. Αυτή είναι μια Ιστορία μεγάλων ανδρών, βασιλέων, πολέμαρχων και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων, η παρουσία των οποίων στα ιστορικά κείμενα δείχνει σημαντικότερη από τις κατακριτέες πράξεις τους. Ενάντια σ\\’ αυτό το ρεύμα, βρίσκεται μια Ιστορία που υπερβαίνει τα πρόσωπα, βλέπει την μετάβαση από φρίκη σε φρίκη, δεν δέχεται άκριτα το “ένα καλύτερο αύριο” και εναντιώνεται σε κάθε σχετικό ψεύδος. Πρόκειται για μία θαρραλέα Ιστορία της κατασκευής των κοινωνιών που δεν φοβάται να μιλήσει για τους λόγους που αντικατέστησαν η μία την άλλη.

Αδιαμφισβήτητα, η δουλειά του Michel Foucault ανήκει στη δεύτερη παράδοση. Στη γραπτή διαδρομή αυτού του ευρυμαθούς Γάλλου, ένας νεανικός ακαδημαϊκός προβληματισμός για την κοινωνική λειτουργία των επιστημών εξελίχθηκε σε μία συστηματική κριτική της ανάδυσης του δυτικού κόσμου και των ανταγωνισμών στους οποίους επιδίδονται τα διάφορα προϊόντα της ανθρωπότητας. Η προσέγγιση αυτή, έν έτει 2007, 23 χρόνια μετά τον θάνατό του, αναγορεύει τον Foucault στον ακαδημαϊκό με τις περισσότερες αναφορές στο πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών.

Ένα μεγάλο μέρος της δημοτικότητας του Foucault μπορεί να αποδοθεί στο κομβικής σημασίας έργο του Επιτήρηση και Τιμωρία που τείνει να συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα κείμενα του 20ου αιώνα. Ξεκινώντας από την τελετουργία του βασανιστηρίου, ενός φαινομένου που τον καιρό της συγγραφής του βιβλίου φαινόταν να αρμόζει μόνο σε καιρούς πολέμου και σε “υπανάπτυκτα” καθεστώτα, ο Foucault ανιχνεύει βήμα-βήμα τις μεταβολές των δικαστικών/ποινικών συστημάτων διαμέσου των αιώνων, τις κοινωνικές συνθήκες και πράξεις που τις παρήγαγαν και – με αξιοθαύμαστο τρόπο – τα αποτελέσματά τους έξω από τους χώρους απονομής δικαιοσύνης και τέλεσης των ποινών. Η σκιαγράφηση αυτής της πορείας έχει ως μελάνη μία αρνητικά φορτισμένη εκδοχή της νιτσεϊκής “Θέλησης για Δύναμη”, μία αόρατη τάση των απανταχού εξουσιών να επεκτείνουν το πεδίο της κυριαρχίας τους. Μέσω αυτής, ο άνθρωπος δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον ως παθητικός δέκτης της εξουσίας αλλά ως το αποτέλεσμά της και όσο η εξουσία αυτή επιτυγχάνει, το ανθρώπινο σώμα επιστρατεύεται πληρέστερα ως εργαλείο της.

“[Το βιβλίο αυτό] πρέπει να χρησιμεύσει ως ιστορικό υπόβαθρο για διάφορες μελέτες πάνω στην εξουσία κανονικοποίησης και τη διαμόρφωση της γνώσης στη νεότερη κοινωνία”. Αυτή η κατακλείδα είναι το μυστικό της ανάγνωσης του βιβλίου, καθώς και του φουκοϊκού έργου στο σύνολό του. Η αντίληψη μιας εξουσίας που δημιουργεί και διαμορφώνει αντί να παρεμποδίζει ή να καταστέλλει, δεν αποτελεί ένα αυτοτελές συμπέρασμα. Ο Foucault εντοπίζει την παραγωγικότητα της εξουσίας σε μεθόδους που ξεκινούν από και επιστρέφουν σε ορισμούς του κανονικού και του μη-κανονικού, μίας γνώσης αυτού το οποίο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αυτής της εξουσίας ως χώρος προς διαμόρφωση και υποκείμενό της ως κατάφαση σ\\’ αυτή. Η γνώση αυτή είναι που επιτρέπει στους πειθαρχικούς μηχανισμούς να ξεφύγουν από το δικαστικό πλέγμα και να διαχυθούν σε όλη την κοινωνία: ο “κανονικός” μαθητής του σχολείου σε αντίθεση με τον “μη-κανονικό”, τον απείθαρχο, αυτόν με τις χαμηλές επιδόσεις τον οποίον στοχεύει να αναδιαμορφώσει η παιδαγωγική• ο “κανονικός” υγιής άνθρωπος σε αντίθεση με τον “μη-κανονικό” ασθενή στον οποίον απευθύνεται η ιατρική. Και με την σειρά τους, αυτοί οι πειθαρχικοί μηχανισμοί επιστρέφουν τα συμπεράσματά τους για την κανονικότητα (του πολίτη, του μαθητή, του ασθενούς) στην αναδιαμόρφωση του κοινωνικοπολιτικού παραδείγματος, με μία – επιστημονική στην ουσία – διαδικασία που εγγράφει το κοινωνικό σώμα σε κάθε κύκλο της.

Το πλέον πολυσυζητημένο τμήμα του βιβλίου, βέβαια, δεν είναι άλλο από την θεωρία του πανοπτισμού. Το Πανοπτικόν του Jeremy Bentham ήταν ένα αρχιτεκτονικό μοντέλο φυλακής, στο οποίο ένας κεντρικός πύργος τοποθετημένος στο κέντρο του κτίσματος, παρείχε στους δεσμοφύλακες ορατότητα σε έναν δακτύλιο στον οποίον βρίσκονταν τοποθετημένα τα κελιά των κρατουμένων. Το μοντέλο αυτό, αντιστοίχιζε σε κάθε κρατούμενο ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα που διευκόλυνε τον έλεγχο των πράξεών του, ενώ παράλληλα, δίνοντας μία μονόδρομη ορατότητα από τον πύργο στα κελιά, εξασφάλιζε την πειθαρχία μέσω της πιθανότητας της εποπτείας και όχι μέσω της εποπτείας καθ\\’εαυτής. Ο κρατούμενος δεν γνωρίζει πότε και αν παρακολουθείται. Σύμφωνα με τον Foucault, στην ιδέα του Πανοπτικού μπορούμε να αποδώσουμε τη μορφή των σύγχρονων μηχανισμών επιτήρησης, όπως είναι η αστυνομία, η εποπτεία στην εργασία και την εκπαίδευση και οποιαδήποτε άλλη ιεραρχική διάχυση των πειθαρχικών μηχανισμών. Το Πανοπτικόν παρουσιάζεται ως η αποτελεσματικότερη μέθοδος της εξουσίας, ο πληρέστερος τρόπος να παραχθεί το εκάστοτε κανονικό και να αναπαραχθεί το καθεστώς της.

Όπως φαίνεται και από τα παραπάνω, το Επιτήρηση και Τιμωρία είναι αρκετά δύσκολο να συμπτυχθεί. Κάθε τέτοια προσπάθεια θα παραγκώνιζε αφ\\’ ενός την εκπληκτικού μεγέθους και ποιότητας έρευνα που προηγείται των όποιων συμπερασμάτων και αφ\\’ ετέρου τη διεπιστημονική προσέγγιση στην μελέτη που διαχέει την ιστορία και τη φιλοσοφία σε ένα κοινό θεωρητικό οπλοστάσιο. Αυτή η ριζοσπαστική μεθοδολογία, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα επέκτασής της προβληματικής της πειθαρχίας και των ποινών στα σημερινά πλαίσια καθιστά ικανό το παρόν βιβλίο, 40 χρόνια μετά τη συγγραφή του, να προβληματίζει την κοσμοαντίληψη του κάθε αναγνώστη. Ακόμα κι αν δεν ίσχυε αυτό, όμως, η εξαιρετική μετάφραση του Τάσου Μπέτζελου θα δικαιολογούσε με χαρακτηριστική άνεση την έκδοσή του για αρχειακούς λόγους.