Θα μιλήσω για το performance από καθαρά  εμπειρική πλευρά. Θα μιλήσω για την προσωπική μου ανάγκη που με ώθησε στο να γράψω ένα κείμενο…

να το ντύσω με ήχους και μουσική, να επιλέξω το ύφος και την αισθητική και όλο αυτό να το μετουσιώσω σε μία θεατρική εμπειρία που δεν είναι παγιωμένη αλλά που κάθε φορά μεταβάλλεται και εξελίσσεται δυναμικά ανάλογα με τη στιγμή, το κοινό, τη δική μου ενέργεια. Αυτό νομίζω ότι είναι το και το βασικό συστατικό της performαnce.

Μία performance θα μπορούσε να είναι αυστηρά ή  με πλήρη ελευθερία δομημένη. Θα μπορούσε  το κοινό να είναι «παρών» αλλά ίσως και όχι. Να υπάρχει κείμενο ή και ανυπαρξία αυτού. Μπορεί να διαδραματισθεί οπουδήποτε και οποτεδήποτε Αυτό το οποίο ποτέ δε μπορεί να παραληφθεί από μία performance είναι η παρουσία του performer φυσική και πνευματική καθώς και η επαφή – επικοινωνία με το κοινό. Αυτό που νομίζω ότι διαφοροποιεί την performance ή  το happening από το παραδοσιακό θέατρο, είναι ο στόχος.

O performer δεν επιθυμεί κάθε φορά την αυστηρή αναπαραγωγή, μία εκτέλεση που κάθε φορά θα είναι όσο πιο κοντά γίνεται στις σκηνοθετικές οδηγίες ή στην οποιαδήποτε καλά δομημένη παρτιτούρα. Χωρίς αυτό να αποκλείει ότι μία performance μπορεί να εκτελείται τόσο αυστηρά και οργανωμένα, όσο και μία μουσική παρτιτούρα. Ο perfomer επιθυμεί το ξεβόλεμα του θεατή από αυτό που θα περίμενε να δει ή να ακούσει. Να σπάσει τις παραδοσιακές δομές που στην καλλιτεχνική έκφραση. Να δημιουργήσει νέα μονοπάτια για το κοινό, να το ξαφνιάσει, να το ξυπνήσει, να το ξεβολέψει, να το αναγκάσει να σκεφτεί ή να αισθανθεί χωρίς όμως να ακολουθήσει την πεπατημένη που θα του το κάνει εύκολο και ανώδυνο.

O performer απευθύνεται σε όλες τις ανθρώπινες αισθήσεις, αντιμετωπίζει το κοινό σα δέκτη ερεθισμάτων και όχι σαν ένα εγκέφαλο που πρώτα πρέπει να καταλάβει το διανοητικό του και μετά όλα τα υπόλοιπα κομμάτια του. Πολλές φορές σπάει την αλληλουχία ώστε το κοινό να μπει σε μία εγρήγορση, σε μία διαδικασία που θα του γεννήσει εικόνες, συναισθήματα, σκέψεις με τέτοιο τρόπο που ουσιαστικά θα το βγάζει από τη βολή του, δε θα του χαρίζεται. Θα πρέπει το κοινό να ανακαλύψει και να δώσει τη δική του ερμηνεία στα δρώμενα. Να μην παραμείνει ουσιαστικά θεατής που του σερβίρονται τα πάντα στο πιάτο, αλλά να πρέπει να εξερευνήσει και να ανακαλύψει ίσως και να ερμηνεύσει τη δραματουργία ή τα θεατρικά δρώμενα εκ νέου. Και αυτό ακριβώς είναι το μαγικό. Γιατί ουσιαστικά αυτό το κομμάτι είναι που καθιστά τη σχέση κοινού – performer τόσο άμεση και αλληλοεξαρτώμενη.

Κάθε φορά ο καμβάς υπάρχει αλλά κάθε φορά οι προσμίξεις των χρωμάτων, η τεχνοτροπία, ο πίνακας είναι διαφορετικός. Γιατί το χέρι του ζωγράφου προτού επιλέξει το χρώμα περνά από την παλέτα των συναισθημάτων και της ενέργειας του κοινού. Και αυτή νομίζω ότι είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο παραδοσιακό θέατρο και την performance.
Αυτή η δυναμική στην performance επιτυγχάνεται πολύ συχνά και με τη συμβολή και σύμπραξη διαφορετικών μορφών τέχνης όπως τα multimedia, o χορός, η μουσική, χωρίς βέβαια αυτό να είναι και αυτοσκοπός ή απαραίτητη προϋπόθεση. Αυτό που για μένα σε μία performance είναι αδιαπραγμάτευτο είναι η έρευνα, ο σχεδιασμός, το concept.

Να γνωρίζει ο performer ποια είναι η αφετηρία του. Είναι πολύ διαφορετική η τυχαιότητα από την επιθυμία ύπαρξης δυναμικής και αλληλεπίδρασης σε ένα χωροχρόνο που αφήνει περιθώρια στον αυτοσχεδιασμό. Εκτός αν σκέψη και ο στόχος του performer είναι όντως η τυχαιότητα και πως  η τυχαιότητα οδηγεί το performance του σε συγκεκριμένα αποτελέσματα. Θέλω να πω με λίγα λόγια ότι για μένα σε οποιαδήποτε εκδήλωση μορφής τέχνης πρέπει να υπάρχει μία σκέψη από πίσω. Και αυτό  θέλω να το τονίσω, γιατί πολλές φορές πίσω από την έννοια performance κρύβεται το ανολοκλήρωτο, ο ερασιτεχνισμός, το δήθεν, η κοροϊδία του κοινού που δεν έχει ουσιαστικά καμία απολύτως σχέση με την ιδιαιτερότητα και το καινοτόμο αυτής της μορφής τέχνης.

Info: Η Violet Louise είναι η Λουίζα Κωστούλα, απόφοιτος της Νομικής Σχολής Αθηνών και του Εθνικού Ωδείου με σπουδές στο κλασικό πιάνο και την αρμονία. Έχει δουλέψει ως ηθοποιός στο Εθνικό θέατρο, στο Φεστιβάλ Αθηνών, στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού και σε αρκετές άλλες θεατρικές σκηνές. Έχει συνεργαστεί με διάφορα μουσικά σχήματα της εγχώριας σκηνής (Polaroid, Film, Papercut) και έχει συμμετάσχει σε πλήθος φεστιβάλ και διοργανώσεων.

Το «Cardinals & Lovers» είναι το πρώτο σόλο μουσικό project της σε συνεργασία στην παραγωγή με τον Δημήτρη Καμαρωτό και το Studio 19 και η πρώτη προσωπική της performance ήταν το «The Forest», που παρουσιάστηκε φέτος στο Bios, σε δική της σύλληψη, σκηνοθεσία, μουσική και ερμηνεία. – http://www.myspace.com/violetlouise