Κατά τον Μπαλζάκ «η καρδιά της μητέρας είναι μία άβυσσος, στο βάθος της οποίας

του Γιάννη Αντωνιάδη

βρίσκεται πάντα η συγγνώμη».

Τρεις σωματοφύλακες της γαλλικής ποίησης και οι μητέρες τους είναι οι πρωταγωνιστές αυτού του βιβλίου που επέλεξα να αναλύσω με όσα μέσα διαθέτω καθώς η ποίηση έρχεται από την ψυχή και είναι δύσκολο να εισέλθεις ακάλεστος στις ψυχές. Τα τρία αυτά πρόσωπα έχουν εμβέλεια και αίγλη που δύσκολα χωροθετούνται σε γραμμές και σχόλια.

Εν τούτοις, οφείλω να τονίσω πως η ιδιαιτερότητα και η γοητεία αυτής της τριπλής βιογραφίας μεταφέρουν τον αναγνώστη σε μία εποχή που η ποίηση είχε την πρωτοκαθεδρία της, μιλούσε σε περισσότερο κόσμο από ό, τι σήμερα. Ο ρόλος της μητέρας σε αυτούς τους φάρους της ποίησης είναι παραπάνω από καθοριστικός, θα έλεγα πως είναι στοιχείο έμπνευσης και ηχηρής βάσης.

Οι μητέρες τους ήταν η μισή τους ψυχή, η φροντίδα και ο έρωτάς τους, η φωλιά τους και η ασπίδα τους, οι φύλακες άγγελοί τους παρόλο που ποτέ δεν κατανόησαν οι ίδιες την λογοτεχνική αξία των παιδιών τους κάτι το οποίο δεν είναι παράλογο αν αναλογιστεί κανείς την πολύ μέτρια μόρφωσή. Πώς να αντιληφθείς το μικρόβιο της ποίησης όταν οι προσλαμβάνουσες είναι στον παρονομαστή? Οι μητέρες τους παρακολουθούσαν να μεγαλουργούν πνευματικά αλλά η απόσταση που τους χώριζε ήταν τουλάχιστον μέγεθος μη μετρήσιμο αν όχι χαώδες.

Και οι τρεις αυτοί εκκεντρικοί ως προς την ζωή τους ποιητές, παρέμειναν σχοινοβάτες του πνεύματος και διέπρεψαν μέσα στην αλλοφροσύνη τους και τον παλιμπαιδισμό τους. Ήταν ποιητές γιατί ήταν διαφορετικοί από τον κοινό θνητό, απροσάρμοστοι με την καλή και κακή έννοια του όρου, ακατάδεκτοι συμβουλών και παραινέσεων, στοιχεία μεταβλητά που αν ήταν μαθηματικοί όροι θα είχαν μεταβάλει όλη την μαθηματική επιστήμη.

Δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους, αψηφούσαν τον κίνδυνο, τον επιζητούσαν θα έλεγα και σε κάθε περίσταση έσπευδαν να επιβεβαιώσουν τον κακότροπο χαρακτήρα τους και την απείθαρχή τους φύση. Οι μητέρες τους, οι οποίες ήταν τα στηρίγματά τους όσο άστατη σχέση και αν είχαν με αυτές, δεν ήταν κάτι άλλο από τις αδελφές τους ψυχές και αυτό αποδεικνύεται μέσα από τα γράμματα που αντάλλασσαν μεταξύ τους αλλά το μαρτυρούν και οι θυσίες που πραγματοποιούσαν οι ίδιες σε καθημερινή βάση και με κάθε ευκαιρία απλά και μόνο για να εξασφαλίσουν στα πλάσματα αυτά, που οι ίδιες θεωρούσαν μοναδικά και ξεχωριστά, την γαλήνη και την ευτυχία, που οι ίδιες δεν βίωσαν ή βίωσαν ελάχιστα.

Οι λέξεις και οι πληροφορίες που πλημμυρίζουν το μυαλό μου και επιθυμώ να καταθέσω είναι τόσες που προσπαθώ να τις συγκρατήσω για να μην προδώσω την ανάγνωση σας, οφείλω να σας προστατεύσω για να σχηματίσετε οι ίδιοι την εικόνα σας.

Ας αναφερθώ λοιπόν σε καθέναν από αυτούς με σειρά χρονολογική γιατί τα μεγέθη και των τριών δεν συναγωνίζονται ούτε και προσμετρώνται, απλά καταγράφονται με κάθε δυνατή πιστότητα.

Ο μεγαλύτερος από αυτούς ήταν ο Σαρλ Μπωντλαίρ, ένας ιππότης-πότης της διανόησης που δείχνει από πολύ μικρός το επαναστατικό του πνεύμα και τις έντονες συγγραφικές του ανησυχίες. Προκαλεί προβλήματα τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό του περιβάλλον, παράλληλα όμως εκδηλώνει σαν χείμαρρο τον ψυχικό πλούτο που κρύβει μέσα του. Η ωριμότητα υπάρχει μόνο στην σκέψη του και στην πένα του, κάτι που αναστατώνει την μητέρα του.

Μήπως ο γιος της είναι κάτι το μεγαλοφυές; Ο ίδιος από νωρίς εξέφρασε την αγάπη του για την μητέρα του, με πολλές τρυφερές κουβέντες που κατέληγαν ενίοτε παρεξηγήσιμες, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα βέβαια είναι ανέκαθεν έμφυτο σε κάθε αρσενικό, οπότε ουδείς λόγος έκπληξης. Λόγω ίσως του πρόωρου θανάτου του μεγάλου σε ηλικία πατέρα του, ο Μπωντλαίρ εκών άκων είχε αφοσιωθεί και αφιερωθεί στην ευτυχία της μητέρας του. Η αγκαλιά που της επεφύλασσε σε κάθε στιγμή ήταν απεριόριστη, διαχυτική χωρίς κερί απεριόριστα ειλικρινής. Ήταν η προστάτιδα στην οποία εκμυστηρευόταν κάθε του σκέψη, απορία, ανησυχία και χαρμολύπη. Την κολάκευε με τα συναισθήματά του αλλά εκείνη βρισκόταν πάντα σε άμυνα, ένιωθε παράξενα.

Πυξίδα του Μπωντλαίρ έχει γίνει η εμμονή του για την συγγραφή. Τα χρήματα από την κληρονομιά του πατέρα του τα σπαταλά ασύστολα και τα γράμματα απελπισίας προς την μητέρα του λόγω ένδειας δίνουν και παίρνουν.  Είναι απολογητικός αλλά και πεισματάρης και δεν θα παρεκκλίνει από τον στόχο του να γίνει ποιητής και μάλιστα περίφημος ό,τι επιπλήξεις και να δεχτεί. Παραμένει ανεξάρτητο πνεύμα και προβάλλει δυναμικά την επιθυμία του για προσωπική ελευθερία μακριά από οικογενειακά στεγανά και καταδικαστικές για το εγώ του υποχρεώσεις. Η ζήλια του έκδηλη για τον πατριό του έκδηλη καθώς νιώθει πως ο ίδιος είναι ο καταλληλότερος προστάτης για την μητέρα του και βλέπει στον πατριό του σαν αντίζηλο, αντίπαλό του και διεκδικητή της μητέρας του και αυτό δεν το ανέχτηκε ούτε στιγμή, παρά τις πρόσκαιρες υποχωρήσεις που έκανε απλά και μόνο από αγάπη για εκείνη. Η μητέρα του τον υποστηρίζει οικονομικά από την πρώτη στιγμή γιατί μοναδική της έννοια είναι η ευτυχία του. Και όλα αυτά υπό σκιά και μακριά από το βλέμμα και την γνώση του πατριού πρέσβη Ωπίκ.

Βέβαια ο Σαρλ αισθάνεται ότι τα χρήματα δεν γεμίζουν το κενό της μητρικής παρουσίας και το δηλώνει σε κάθε περίσταση.  Ο Μπωντλαίρ αποτυπώνει στα Άνθη του Κακού, το πιο γνωστό του έργο, αυτά που βιώνει στην καθημερινότητα του, τα συναισθήματά του. Οι εξάρσεις του και οι εκστάσεις του αποτυπώνονται σε αυτό το αριστούργημα της ποίησης που κατακρίθηκε έντονα όσο βρισκόταν εν ζωή. Το βιβλίο αυτό προκαλεί, λόγω της σκανδαλώδους περιγραφής, το μένος των δικαστικών αρχών, το λογοκρίνουν και κρίνουν τις προθέσεις του ποιητή ανήθικες καθώς προσβάλλουν τα χρηστά ήθη και την ίδια την κοινωνία. Με λίγα λόγια αποτελεί βιβλίο επικίνδυνο για την δημόσια αιδώ και είναι επιτακτική ανάγκη να αποσυρθεί.

Ο δεύτερος πόλος δεν είναι άλλος από τον Πωλ Βερλαίν. Νεότερος  του Μπωντλαίρ είναι επίσης θαυμαστής του Βίκτωρ Ουγκώ όπως και ο Μπωντλαίρ, ίνδαλμά του. Σκαρφίζεται  και αυτός από πολύ μικρή ηλικία ποιήματα – έχει ακούσει για τα Άνθη του κακού του Μπωντλαίρ, που έτυχε να πέσει στα χέρια του και διάγει μία άτακτη ζωή, προκαλώντας προβλήματα στους γονείς του με την απειθαρχία του.

Πρόκειται για άλλη μία σχέση μητέρας και γιου άκρως συγκρουσιακή. Ευέξαπτος, βίαιος και απρόβλεπτος, ο Πωλ Βερλαίν συνεχίζει επιδεικτικά να ανησυχεί την μητέρα του Στεφανί, καθώς οι κρίσεις θυμού που τον καταλαμβάνουν δεν έχουν παύση. Ο Βερλαίν δεν κατορθώνει ούτε στιγμή να καταλαγιάσει τις εξάρσεις του θυμού του, βρίζει, απειλεί και γίνεται επικίνδυνος απέναντι στην ίδια του την μητέρα. Η ανάγκη για χρήματα τον καταντάει έρμαιο της μέθης όπου βρίσκει μοναδικό καταφύγιο. Οι λογοτεχνικές του προσπάθειες πέφτουν στο κενό και αυτό επιτείνει τις ασωτείες και τις ακρότητες. Μεθάει, πλαγιάζει με πόρνες και αυτό για να ακουμπάει κάπου τα παιχνίδια που το ανήσυχο πνεύμα του επιδιώκει και που του αρνούνται πεισματικά οι κατακριτές των γραπτών του.

Ο έρωτας είναι και στην περίπτωση του Βερλαίν γιατρός και θεραπευτής των κρίσεών του. Η ανυπομονησία του και η επιθυμία του να αγαπηθεί από την Ματίλντ, μία δεκαεξάχρονη που τον έχει σαγηνεύσει, τον οδηγεί να μετριάσει το απότομο του χαρακτήρα του και να συγκεντρωθεί στον νέο του στόχο. Αποτέλεσμα της φλόγας για την δεσποινίδα αυτή είναι διάφορα ποιήματα που εμπνέεται. Η κατάληξη της ερωτικής αυτής περιπέτειας είναι ο γάμος του με την νεότερη του Ματίλντ, κάτι που αναστατώνει την μητέρα του γιατί αισθάνεται ότι μετά τον γάμο του ο Βερλαίν έχει απομακρυνθεί από εκείνη. Ενώ θα έπρεπε να νιώθει ευτυχισμένη που ο γιος της βρήκε επιτέλους τον εαυτό του, εκείνη βιώνει όλο και πολύ το κενό της απουσίας του. Την φοβίζει που ο γιος της έχει αλλού στραμμένο το ενδιαφέρον του, ο γιος της έχει καταστεί αναμφισβήτητα το «ναρκωτικό» της και η μοναδική της παρηγοριά. Ο συγγραφέας σημειώνει: «Και όμως, αυτή που ποτέ της δεν φοβήθηκε τον άντρα της, συλλαμβάνει τον εαυτό της να φοβάται τον γιο της. Είναι ο ασύνειδος και λατρεμένος δήμιός της».

Ο τρίτος κρίκος της ποιητικής αυτής αλυσίδας έχει όνομα Αρτύρ Ρεμπώ. Ο τελευταίος είναι ένα παιδί ατίθασο αλλά συνάμα μελετηρό. Έχει τόση κλίση στην μάθηση όση και στην αταξία, ακροβατεί μεταξύ βραβείων σχολικών και συμμετοχής σε διενέξεις και τσακωμούς. Ο Ρεμπώ επιβεβαιώνει τις επαναστατικές του τάσεις, παρατάει το σχολείο και οδεύει προς το Παρίσι άγνωστος μεταξύ αγνώστων και κυριολεκτικά άφραγκος.

Δραπετεύει από την καθημερινότητα που τον πνίγει στην επαρχία για να κυνηγήσει το όνειρο της καταξίωσης χωρίς να γνωρίζει αν θα το συναντήσει. Η μητέρα του δεν έχει καμία ενημέρωση για αυτήν του την φυγή και είναι πολύ αυστηρή μαζί του, όταν κακήν κακώς εκείνος γυρνάει πίσω. Ο Ρεμπώ είναι και αυτός όπως και οι άλλοι δύο πνεύμα ανήσυχο και δεν μπορεί να συνετιστεί. Εκείνη δείχνει όλο και πιο διαλλακτική απέναντι του μήπως και τον χάσει εκφράζονται όμως παράλληλα τα παράπονά της σε αυτόν που του προσφέρει τα μέγιστα.

Ο Ρεμπώ στο Παρίσι θα γνωρίσει τον Βερλαίν, ο οποίος απηύθυνε πρόσκληση στον νεαρότερο Ρεμπώ και αυτή η συνάντηση ενθουσιάζει αμφότερους. Μήπως η προοπτική αυτή της συνάντησής τους είναι το ποιητικό του εναρκτήριο λάκτισμα; Η μητέρα του Ρεμπώ, Βιταλί δίνει την συγκατάθεσή της για αυτό το ταξίδι, το οποίο θα σημάνει μελλοντικά ένα έντονο ερωτικό πάθος μεταξύ των δύο ανδρών, σε σημείο που η συναναστροφή του Βερλαίν με τους κύκλους του φασαριώδη και άστατου Ρεμπώ, θα αλλοιώσει τον χαρακτήρα του και θα αλλάξουν την συμπεριφορά του με την οικογένειά του και την γυναίκα του. Εμφανίζεται συνεχώς μεθυσμένος, χειροδικεί απέναντι στην γυναίκα του και στο παιδί του με απίστευτη βιαιότητα. Εκείνη μην αντέχοντας την νέα άστατη ζωή και τα τερτίπια του θα απομακρυνθεί  βυθίζοντάς τον σε βαθιά απόγνωση.

Η σχέση μεταξύ Ρεμπώ και Βερλαίν θα λάβει σύντομα διαστάσεις τραγωδίας σε τέτοιο βαθμό που οι δύο μητέρες θα αναλάβουν δράση με απώτερο σκοπό να προσπαθήσουν να συνετίσουν τους γιους τους καθώς το έντονο ερωτικό πάθος οδηγεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, ο Βερλαίν βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας καθώς από την μία ζητάει απεγνωσμένα να γυρίσει πίσω η γυναίκα του και από την άλλη γίνεται επικίνδυνος απέναντι στον Ρεμπώ σε σημείο να τον πυροβολήσει. Οι δύο μητέρες γνωρίζουν τον ιδιαίτερο ρόλο που έχουν να παίξουν και δεν δέχονται να αφήσουν τα παιδιά τους στο έλεος της ερωτικής τους αταξίας.

Άτακτοι μαθητές και οι τρεις, ειρωνικοί και προκλητικοί στην συμπεριφορά τους, ταλαντεύονται και ακροβατούν ανάμεσα στην δημιουργία και την απειθαρχία, το φρόνιμο και το απαράδεκτο αλλά και στην αγάπη και το μίσος για τις μητέρες πους του έφεραν στην ζωή. Η ποιητική τους ορμή και διάθεση δεν μπορεί να μπει σε όρια και τα παραστρατήματά τους, τους φέρνουν σε ρήξη με εκείνες που τόσο αγαπούν. Λογική τους γίνεται το παράλογο, το σώφρον γίνεται άφρον και η τακτικότητα μετατρέπεται σε πλήρη αταξία. Ο ποιητικός τους οίστρος είναι το άστρο τους και η καταστροφή τους μαζί, βρισκόμαστε ενώπιον τριών καταραμένων ποιητών, τριών ατίθασων παιδιών και τριών άσωτων υιών με δράση που γίνεται αντίδραση. Κλείνω με μία ρήση του Αριστοτέλη που συνοψίζει τα πάντα σχετικά με την ταραχώδη σχέση τους με τις μητέρες τους: «Να γιατί οι μητέρες αγαπάνε πιο πολύ απ’ τους πατέρες τα παιδιά τους: γιατί, πρώτα ο τοκετός είναι οδυνηρός και δεύτερο έχουν την βεβαιότητα, πως τα παιδιά που γέννησαν είναι δικά τους».