«Μπορεί κανείς να καταλάβει πολλά για έναν άνθρωπο από τα βιβλία που διατηρεί στην βιβλιοθήκη του» είπε κάποτε …

ο Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ο Μπένγιαμιν, ένας από τους γνωστότερους κριτικούς και δοκιμιογράφους, γερμανοεβραίος στην καταγωγή, όταν αυτή η συνύπαρξη ήταν εφικτή. Πίστευε πως «τα βιβλία που κρατάμε όπως και αυτά που πετάμε, αυτά που διαβάζουμε και αυτά που αποφασίζουμε να μην διαβάσουμε λένε κάτι γι’ αυτό που είμαστε». Είναι μία άποψη που βρίσκει εφαρμογή και στην περίπτωση του Χίτλερ, μιας και τα αναγνώσματά του και τα βιβλία, τα πάρα πολλά βιβλία που κοσμούσαν τις βιβλιοθήκες του ήταν καθοριστικά και επηρέασαν έντονα και αδιαμφισβήτητα την πορεία του όπως όλοι την γνωρίζουμε. Ο Χίτλερ ήταν ένας δεινός συλλέκτης βιβλίων και μάλιστα σπάνιων, τα οποία συνέλεγε με συνέπεια και ευλάβεια, κάτι που δεν θα περίμενε κάποιος από έναν άνθρωπο τόσο αμφιλεγόμενο και τόσο αδίστακτα βίαιο όσο ήταν εκείνος.

Διατηρούσε αντίτυπα εξέχοντα και ιδιαίτερα για το κάλλος τους, δερματόδετα, με χαρακτικά σπάνιας ομορφιάς και έργα συγγραφικά με αξία. Αυτός ο περίφημος συλλέκτης βιβλίων έγινε και ο ίδιος συγγραφέας, με το γνωστό σε όλους μας «Ο Αγών μου» όπου ουσιαστικά καταγράφει όλα του τα πιστεύω τα οποία φιλτράρισε από τα βιβλία που με μανία μελετούσε νυχθημερόν και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.

Ο Χίτλερ ήταν περισσότερο γνωστός για τα βιβλία που έκαιγε παρά για τα βιβλία που συνέλεγε όμως ήταν αυτός που διέθετε πάνω από δεκαέξι χιλιάδες τόμους, οι οποίοι πλέον φυλάσσονται στο Αμερικανικό Κογκρέσο και περιλαμβάνουν ανάμεσά τους αριστουργήματα όπως ο Δον Κιχώτης, ο Ροβινσώνας Κρούσος, η Καλύβα του μπαρμπα-Θωμά και τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ, τα οποία ο Χίτλερ κατέτασσε ανάμεσα στα σπουδαιότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Ο Χίτλερ ήταν έμμονος αναγνώστης και ζούσε μέσα στα βιβλία, σε κάθε περίσταση της ζωής του είτε στο μέτωπο το 1915 ως στρατιώτης είτε ακόμα και όταν είχε φυλακιστεί στο Λαντσμπεργκ για απόπειρα πραξικοπήματος, στην οποία μάλιστα τραυματίστηκε στον ώμο,  συντροφιά του ήταν τα βιβλία. Μάλιστα ήταν τόσο ιδιότροπος στο πεδίο αυτό της ανάγνωσης που απαιτούσε πλήρη ησυχία και απομόνωση για να μπορέσει να αφοσιωθεί στην μελέτη που τόσο αγαπούσε. Ωστόσο, τα περισσότερα βιβλία από τα οποία αποτελούνταν η συλλογή του δεν τα είχε διαβάσει ποτέ ή πάλι ήταν βιβλία που δεν τα είχε δει ποτέ. Πολλά από αυτά ήταν δώρα ανθρώπων τους οποίους γνώριζε, άλλοι από αυτούς είχαν εναποθέσει σε αυτόν τις ελπίδες τους για μία καλύτερη Γερμανία ενισχυμένη μετά την ντροπή που υπέστη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και άλλοι μοιράζονταν τις ίδιες αντιλήψεις με εκείνον ως προς την απαλλαγή από το εβραϊκό στοιχείο που τόσο πολύ απεχθάνονταν και θεωρούσαν μολυσματικό.

Στο βιβλίο παρουσιάζεται ένα ευρύ φάσμα τίτλων που επηρέασαν τον χαρακτήρα του Χίτλερ και την προσωπικότητα που διαμόρφωσε στην πορεία της ζωής του, οι απόψεις που ενστερνίστηκε και καλλιέργησε πηγάζουν από βιβλία που λάτρεψε και θαύμασε. Ο ίδιος σημείωνε και υπογράμμιζε ό, τι θεωρούσε πως τον αντιπροσώπευε ως άτομο και διαφαίνεται πως οι ακραίες και αντισημιτικές του απόψεις έχουν την απαρχή τους σε ένα από αυτά που αξίζει να μνημονεύσουμε. Ο Χίτλερ έτυχε να λάβει στα χέρια του ένα αντίτυπο ενός δραματικού ποιήματος του Ερρίκου Ίψεν με τίτλο «Πέερ Γκυντ» διασκευασμένο σε θεατρικό έργο από τον μετέπειτα μέντορά του Ντίτριχ Έκαρτ, ο οποίος και του το δώρισε. Ο Έκαρτ ήταν ο δάσκαλος του Χίτλερ, αυτός τον έμαθε να γράφει αλλά ήταν και αυτός που στιγμάτισε τον Χίτλερ, τον στήριξε σε δύσκολες στιγμές και τελικά του άνοιξε τον δρόμο για να ηγηθεί του ναζιστικού κινήματος και εν τέλει να γίνει ο καγκελάριος της Γερμανίας. Όπως παρατηρεί και ένας στενός συνεργάτης του Χίτλερ για τον Έκαρτ «αυτός ήταν ο άνθρωπος που, σύμφωνα με επανειλημμένες δηλώσεις του ίδιου του Χίτλερ, είχε τη μεγαλύτερη επιρροή στην προσωπική του εξέλιξη». Θα μπορούσε κάποιος να τον ονομάσει και πνευματικό του πατέρα αφού του μετέδωσε και του «μεταλαμπάδευσε» τον φανατικό ρατσιστικό πατριωτισμό και τον ριζοσπαστικό αντισημιτισμό που τον διέκριναν. Ο Έκαρτ λέγεται ότι δήλωσε στο νεκροκρέβατό του: «Ακολουθήστε τον Χίτλερ! Εκείνος θα χορεύει, αλλά εγώ παρήγγειλα τον σκοπό». Αυτή η φράση είναι σημαδιακή και χαρακτηριστική για τον ρόλο που έπαιξε αυτός στην πολιτική και κοινωνική του ανέλιξη, του ξύπνησε όλα εκείνα τα αισθητήρια όργανα της αντίδρασης στο διαφορετικό, της καθαίρεσης κάθε εναλλακτικής ιδέας αντίθετης προς την δική του και εν τέλει της εγκληματικής δράσης που άλλαξε τον ρου της ιστορίας στα χρόνια που ακολούθησαν. Ο Χίτλερ έτρεφε με την σειρά του μεγάλη εκτίμηση στο πρόσωπό του μέντορά του και τον μνημόνευε σε κάθε ευκαιρία που του παρουσιαζόταν. «Ρωμαλέο μέτωπο, γαλανά μάτια, ολόκληρο το πρόσωπό του θύμιζε ταύρο, για να μην αναφέρω τη φωνή του με τον υπέροχα ντόμπρο τόνο της» τον εκθείαζε ο Χίτλερ.

Έχει σημασία να αναφέρω πως στο Κογκρέσο σώζονται, μεταξύ άλλων, καμιά δεκαριά περίπου αντίτυπα του θρυλικού δίτομου μπεστ σέλερ του Χίτλερ, ο «Αγών μου». Το βιβλίο του αυτό είναι αποτέλεσμα της υπέρμετρης φιλοδοξίας του να καταγράψει και να παραθέσει επιτέλους τις δικές του αλήθειες έτσι όπως ο ίδιος τις αντιλαμβάνεται, μέσα από τις γνώσεις που όλα αυτά τα χρόνια μελέτης πάλευε να κατακτήσει αλλά παράλληλα και της ανάγκης του να εκδικηθεί όλους όσους τον είχαν αμφισβητήσει κατά καιρούς και είχαν υπονομεύσει ή υποτιμήσει την ηγετική του φυσιογνωμία. Μοιάζει να είχε προγραμματίσει την συγγραφή του δικού του βιβλίου γιατί ο εγωισμός του και ο ναρκισσισμός του δεν του επέτρεπαν να το αμελήσει. Ο συγγραφέας σημειώνει: «Αυτό που ξεκίνησε ως απλό ξεκαθάρισμα λογαριασμών έλαβε μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς ο Χίτλερ επέκτεινε το βιβλίο σε εξιστόρηση της πολιτικής του σταδιοδρομίας στο Μόναχο…». Καταλαβαίνουμε πως ο Χίτλερ από την προετοιμασία του τελικού βιβλίου που σήμερα γνωρίζουμε και είναι πολυσέλιδο, επιθυμούσε διακαώς να αυτοπροβληθεί, να αφήσει κληρονομιά την ιστορία της ζωής του καθώς και τις ιδέες του περί ανωτερότητας της άριας φυλής και της ανάγκης πλήρους εξάλειψης του εβραϊκού στοιχείου ως υποδεέστερου και άρα άνευ λόγου υπάρξεως. Να προσθέσω τέλος πως ο Χίτλερ δεν είχε την παραμικρή υπόνοια πως τα κείμενά του είχαν πλήθος ορθογραφικών και συντακτικών λαθών. Ο συγγραφέας παρατηρεί: «Στα αποσπάσματα αδημοσίευτων κειμένων του Χίτλερ που σώζονται, τα οποία  βρήκα σε αρχεία της Ευρώπης και της Αμερικής, ο συλλέκτης αποδεικνύεται ένας ημιμαθής άνθρωπος ο οποίος δεν κατείχε ούτε τη βασική ορθογραφία ούτε την κοινή γραμματική {…}. Η στίξη του, όπως και η χρήση κεφαλαίων γραμμάτων, είναι εσφαλμένη αλλά και ανακόλουθη».

Αυτό που δεν τονίζει όσο θα όφειλε ο συγγραφέας είναι το γεγονός ότι η φιλοσοφία του Χίτλερ βασίζεται εξ ολοκλήρου σε μια τελείως εσφαλμένη ερμηνεία του αγαπημένου του (γιατί?) στοχαστή Νίτσε, την οποία φρόντισε να προβάλει η φασίστρια αδελφή του Ελισάβετ και ο σύζυγος της μετά τον πνευματικό θάνατο του μεγάλου φιλοσόφου. Οι μεγάλες και αιώνιες ιδέες του για τον Υπεράνθρωπο, την ολική επαναφορά και τον «θάνατο» του Θεού, συμπληρώθηκαν έτσι στο τελευταίο ημιτελές έργο του μεγάλου στοχαστή (που δεν σκόπευε ποτέ να εκδώσει και που το «συμπλήρωσε» η αδελφή του) κατά τρόπο που βόλεψε τον ειδεχθή Χίτλερ να υποστηρίξει πως ό,τι έκανε βασιζόταν σε μια υπέρτατη φιλοσοφία. Έτσι εξέθεσε άδικα τόσο τον Νίτσε όσο και τον μεγαλοφυή Wagner στην μεγάλη μερίδα των ανθρώπων που μέχρι σήμερα δεν μπόρεσαν να χωρίσουν το σιτάρι από τα στάχυα. Απαγορεύεται μια όπερα του Wagner να ανέβει στην Γερμανία γιατί….ήταν η αγαπημένη όπερα του αιμοσταγούς Χίτλερ, λες και ο Wagner την έγραψε γι’ αυτόν που ήταν τόσο αμόρφωτος, ώστε να ταυτίσει τον Υπεράνθρωπο και αυτό που υπονοεί ο μεγαλύτερος σύγχρονος στοχαστής με την…… Αρία φυλή. Η μήπως τον βόλευε; Πολιτικός ήταν άλλωστε.

Συμπεραίνει κανείς τελικά πως η ρήση του Μπένγιαμιν μόνο προφητική μπορεί να αποδειχθεί. Ένας άνθρωπος όπως ο Χίτλερ, μοιάζει να είχε θέσει εξ’ αρχής τον στόχο της αναρρίχησης στο ανώτατο επίπεδο εξουσίας και τα βιβλία και τα διδάγματα που έλαβε από αυτά σε συνδυασμό με την αποδοχή απόψεων από πρόσωπα που είχαν κοινές προσλαμβάνουσες σε δόγματα και εξτρεμισμό, ήταν τα εργαλεία και ήταν αυτά που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα ενός δυνάστη του οποίου οι γνώσεις μετατράπηκαν σε παραφροσύνη και άκρατο μίσος. Πλούσια βιβλιοθήκη με φτωχό ανάδοχο, έναν «σοφό» τιμωρό που σκόρπισε τον τρόμο και την δυστυχία. Λάθος γνώσεις σε λάθος άνθρωπο, τόση προσήλωση στην γνώση χαμένη!

«Οι συγγραφείς είναι στην πραγματικότητα άνθρωποι που γράφουν βιβλία όχι επειδή είναι φτωχοί, αλλά επειδή είναι δυσαρεστημένοι με τα βιβλία που θα μπορούσαν μεν να αγοράσουν αλλά δεν τους αρέσουν»

Βάλτερ Μπένγιαμιν