Έχει παρατηρηθεί έντονα το τελευταίο διάστημα μία ολοένα αυξανόμενη μετάφραση αστυνομικών μυθιστορημάτων αλλά και μυθιστορημάτων

Του Γιάννη Αντωνιάδη

φαντασίας ξένων συγγραφέων και τείνει, κατά πως φαίνεται, αυτό το είδος της λογοτεχνίας να κατακτά μία εξέχουσα θέση στην προτίμηση του ελληνικού αναγνωστικού κοινού. Αναρωτιέμαι όμως κατά πόσο ο μέσος Έλληνας αναγνώστης, που καταπιάνεται με αυτήν την κατηγορία βιβλίων, γνωρίζει ποιος είναι ο «αρχιμανδρίτης» και πρωτομάστορας του αστυνομικού-φανταστικού μυθιστορήματος, ποιος είναι αυτός που καθιέρωσε το είδος και ενέπνευσε γενιές και γενιές αστυνομικών μυθιστοριογράφων και συγγραφέων του φανταστικού.

Αυτός ο σκοτεινός ιππότης και μοναχικός καβαλάρης της λογοτεχνίας του τρόμου, του φανταστικού και του αστυνομικού δεν είναι άλλος από τον δάσκαλο Έντγκαρ Άλλαν Πόε, έναν λογοτέχνη που εισήγαγε ένα νέο είδος διηγήματος, μυστήριο, λίγο γοτθικό και πολύ ανατρεπτικό. Ο Πόε ήταν πολλά περισσότερα από ένας συγγραφέας αστυνομικών και φανταστικών ιστοριών, αλλά αυτό δεν είναι του παρόντος. Η πένα του, που σιώπησε νωρίς λόγω του πρόωρου θανάτου του, μας άφησε κληρονομιά ανεκτίμητη.

 

Ας μάθουμε όμως ποιος ήταν ο πολυγραφότατος κύριος Πόε, που σε 40 χρόνια όσο διήρκεσε δηλαδή και η ζωή του, κατάφερε να πρωταγωνιστήσει και να διαπρέψει στο λογοτεχνικό παγκόσμιο στερέωμα. Η αναγνώρισή του βεβαίως επήλθε, όπως άλλωστε συμβαίνει παραδοσιακά, κατόπιν εορτής. Ο Πόε γεννήθηκε στην Βοστόνη το 1809, χωρίς να γνωρίσει τον πατέρα του και με μία μητέρα βαριά άρρωστη από φυματίωση.

Η εικόνα του θανάτου στιγμάτισε από τότε και για πάντα την ζωή του και το οξύμωρο της ιστορίας του είναι πως ο θάνατος έγινε η έμπνευσή του, ο μοχλός δημιουργίας του και το άστρο που τον έκανε να λάμψει, όσο μακάβριο και αν ακούγεται ή διαβάζεται. Υιοθετήθηκε από την κυρία Άλλαν η οποία συμπάθησε το νεαρό αγόρι και έτσι δίπλα στο Πόε και το Έντγκαρ συμπληρώθηκε και το Άλαν. Ο θετός του πατέρας τον έστειλε σε σχολείο στην Αγγλία και αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, εν έτει 1826.

Όμως γρήγορα ήρθε σε ρήξη με τον κύριο Άλλαν γιατί δεν του πλήρωνε τα χαρτοπαιχτικά του χρέη, η χαρτοπαιγνία μαζί με το ποτό και κυρίως το ποτό έχουν διττή σημασία για την συνέχεια της ζωής του. Από την μία μεριά αυτό και οι φιλοσοφικές του ανησυχίες και αναζητήσεις του στέρησαν μία ζωή ήρεμη και ομαλή, η οποία τελικά όπως αποδείχθηκε είχε καθορισμένη ημερομηνία λήξης αλλά από την άλλη ήταν οι λόγοι και οι παράμετροι που τον βοήθησαν να μεγαλουργήσει και να εφεύρει όλες αυτές τις καθηλωτικές και εξωπραγματικά μαύρες ιστορίες. Με το ποτό ξέφευγε το μυαλό του σε άλλους δρόμους, δικούς του άγνωστους και ανεξερεύνητους που κανένας δεν μπορούσε να κατανοήσει.

Σαν ένας Γκόγια της λογοτεχνίας – τον Γκόγια τον κατέτρεχαν φαντάσματα και αέναοι εφιάλτες – το ποτό στοίχειωνε την φαντασία του με αποτέλεσμα να τον κυνηγάνε ανύπαρκτες παρουσίες και να ξεφεύγει η λογική του.

Κάποιες φορές τον έβρισκαν μισολιπόθυμο στο διαμέρισμά του συντροφιά με ένα μπουκάλι αλκοόλ, αυτό που τον παρέσυρε σε στοές θανάτου τις οποίες έπειτα κατέγραφε στο χαρτί. Τι και αν κατατάχθηκε σε στρατιωτική σχολή από τον θετό του πατέρα, σύντομα απεβλήθη «δι’ ασυμβίβαστον προς το στράτευμα διαγωγήν». Όλο αυτό το διάστημα το μόνο του μέλημα ήταν η συγγραφή διηγημάτων και ποιημάτων, τα οποία όμως γράφτηκαν κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης και φτώχειας παράλληλα με ένα περιβάλλον που κάθε άλλο φιλικά διακείμενο προς εκείνον ήταν.

Ο κόσμος αδιαφορούσε, η ψυχή του ποιητή (γιατί περί ποιητή και στοχαστή πρόκειται) κάθε μέρα ταλαιπωρούνταν, καθώς δεν είχε κοινό έτοιμο να απευθυνθεί, έγραφε για τον εαυτό του και μόνο για αυτόν. Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν είχε και πολλές διεξόδους για να διαφύγει το μυαλό του, το ποτό ήταν μία από αυτές. Παντρεύτηκε την Βιργινία το 1835 μία ξαδερφούλα του δεκατεσσάρων μόλις χρονών, η οποία εξελίχθηκε ως η μόνη ικανή για να τιθασεύσει και να μετριάσει το πάθος του για το αλκοόλ. Αυτό το τελευταίο ήταν που κατέστρεψε μία για πάντα την σταδιοδρομία του όποιο πόστο και αν ανέλαβε, είτε του δημοσιογράφου, είτε του δημοσίου υπαλλήλου.

 

Το 1847 η Βιργινία πεθαίνει πάνω στον τοκετό και ο Πόε παθαίνει εγκεφαλικό κλονισμό και τρομώδες παραλήρημα. Για να ξεχαστεί από ένα ακόμα επεισόδιο θανάτου και δυστυχίας γνωρίζει γυναίκες μορφωμένες και λόγιες, μάλιστα μία από αυτές την αρραβωνιάζεται αλλά τρομοκρατημένος και τελώντας υπό πλήρη προσωπική σύγχυση, ξεφεύγει και πάλι από κάθε τι που μοιάζει να τον φυλακίζει. Τίποτα δεν θα τον επαναφέρει ούτε και θα τον αναγεννήσει, οι τίτλοι τέλους έχουν αρχίσει να μπαίνουν. Η συνήθεια του ποτού από τούδε και στο εξής τον ακολουθεί ασταμάτητα και είναι αυτό που θα του δώσει και το τελευταίο χτύπημα. Τον βρήκαν αναίσθητο για άλλη μία φορά από υπερβολική δόση αλκοόλ από την οποία αυτήν την φορά δεν συνήλθε ποτέ.

 

Ο Πόε είναι μία μορφή μελαγχολική, ταραγμένη και απελπισμένη. Το έργο του όλο, το οποίο περιλαμβάνει 30 περίπου ποιήματα και άλλα τόσα διηγήματα έχει οικοδομηθεί από αυτήν την ακατάσχετη δυστυχία που τον κυνηγούσε σε όλη του την ζωή. Πριν ακόμα γεννηθεί αισθανόταν δυστυχής, κατατρεγμένος από την μοίρα, καταραμένος και βασανισμένος. Οι συγγραφικές του μαρτυρίες είναι αυτές που τον διέσωζαν κάθε μέρα από την πλήρη εξαθλίωση του είναι του και από την ολική κατάθλιψη στην οποία θα έπεφτε ίσως και πιο νωρίς αν δεν είχε για στήριγμα και αποκούμπι του την πένα του. Όλη αυτήν την ατμόσφαιρα θανάτου, τρόμου και απελπισίας βρίσκουμε έκδηλη και πρωτοστατούσα σε κάθε γραμμή των διηγημάτων και ποιημάτων του. Αυτό το βιβλίο του αποδίδει τον φόρο τιμής που αξίζει, η παρακαταθήκη του είναι αδιαμφισβήτητη. Ο Πόε εξαντλημένος από τις εξουθενωτικές του μαύρες και κακόβουλες σκέψεις μας άφησε κληρονομιά ένα έργο πλούσιο, διαχρονικό και πάντα επίκαιρο. Είναι η σκιά του, η μοναξιά του σχοινοβάτη που αναζητά την ύπαρξή του  και που πάντα θα συντροφεύει τα αναγνώσματά μας όσα χρόνια και αν περάσουν καλούμενοι να περπατήσουμε σαν ακροβάτες του ονείρου του.

«Ω! Ανθρώπινη αγάπη. Μας δίνεις στη Γη, αυτό που περιμένουμε στον ουρανό» ‘Εντγκαρ Άλαν Πόε