Tα «Ανεμοδαρμένα ύψη» (1847) είναι το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε η Έμιλυ Μπροντέ, ωστόσο κατόρθωσε με αυτό να θεωρηθεί μία

Από την Τέτα Αποστολάκη

από τις σημαντικότερες συγγραφείς της κλασικής βρετανικής λογοτεχνίας. Το έργο της έχει μεταφραστεί σε ολόκληρο τον κόσμο, έχει γνωρίσει αμέτρητες διασκευές, και σήμερα επιτέλους, μετά από αρκετές κινηματογραφικές μεταφορές, φαίνεται να βρίσκει αυτήν που του αξίζει. Μετά από μεγάλους σκηνοθέτες, όπως ο Γουάιλερ, ο Ριβέτ κι ο Μπουνιουέλ, οι οποίοι απέδωσαν το βιβλίο μάλλον συμβατικά, έρχεται η Άντρεα Άρνολντ από τη Βρετανία να το μεταφέρει στην οθόνη με τόλμη και ειλικρίνεια.

Η Άρνολντ χωρίζει τη γνωστή ιστορία, τη μοιραία δηλαδή σχέση του Χίθκλιφ και της Κάθριν, σε δύο χρονολογικά μέρη. Ξεκινά με τη γνωριμία των δύο ηρώων στην παιδική τους ηλικία, όταν ο πατέρας της Κάθριν μαζεύει από το δρόμο τον ατίθασο νεαρό για να τον μεγαλώσει στο σπίτι του μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά του. Οι δύο ήρωες έρχονται γρήγορα πολύ κοντά και, χωρίς να το καταλάβουν, ενώνονται ενάντια σε ολόκληρη  την κοινωνία και τους κανόνες της. Η Κάθριν, όμως, γνωρίζει τον ευγενή και όμορφο Έντγκαρ που της υπενθυμίζει την καταγωγή και το κοινωνικό της χρέος. Όταν αυτός της κάνει πρόταση γάμου, εκείνη, απαρνούμενη  το συναίσθημα και την ίδια της τη φύση, την αποδέχεται.

Ο Χιθκλίφ το μαθαίνει αμέσως και η ρήξη είναι αναπόφευκτη. Στο αμέσως ακόλουθο μέρος της ταινίας οι δύο πρωταγωνιστές είναι πλέον ενήλικες.

Η σκηνοθέτης, θέλοντας να τονίσει την κοινωνική σύγκρουση, κρατά την πραγματική εποχή του έργου, με όλες τις συμβάσεις και τις προκαταλήψεις της, και κάνει τον πρωταγωνιστή της μαύρο. Υπογραμμίζει, όμως, εξαιρετικά την δραματική του διάσταση με τον τρόπο που η ίδια παρουσιάζει το χαρακτήρα και την επιθυμία των δύο νεαρών. Μοιραία κι αναπόφευκτα οι δύο τους γίνονται ένα, και ένα παραμένουν, ακόμη κι αφού ζήσουν  για χρόνια χωριστά. Όσο φυσικό, ωστόσο, και αν είναι αυτό, αντιτίθεται στους βασικότερους κοινωνικούς κανόνες.

Η κοινωνία δε χωρά αυτό το ζευγάρι, λέει η Άρνολντ.

Η σχέση του ζευγαριού παρουσιάζεται βίαιη και σκληρή και είναι αρκετές οι τολμηρές, μερικές σε σημείο διαστροφής, σκηνές. Κι αυτό γιατί, σε αντίθεση με τους άλλους σκηνοθέτες  που καταπιάστηκαν με το έργο, η Άρνολντ πιστεύει ότι οι δύο ήρωες φέρονται βίαια, όχι μόνο γιατί καταπιέζονται από την κοινωνία, αλλά και γιατί αυτό επιβάλλει η ίδια η φύση του συναισθήματός τους και της σχέσης τους. Ο έρωτας (τους) εμπεριέχει τον πόνο και το θάνατο. Ο έρωτας δε γεννά μόνο το καλό, γεννά και τη ζήλια, την επιθυμία για εκδίκηση κι αυτοκαταστροφή. Πρόκειται για τον καθαρό, τον παραδομένο στα ένστικτά του έρωτα, που αγνοεί τους κοινωνικούς περιορισμούς και τα χρηστά ήθη. «Ανεξαρτήτως από τί νομίζουμε ότι είμαστε, αυτό το ζώο υπάρχει πάντοτε μέσα μας», δηλώνει η Άρνολντ.

Ο λόγος είναι πολύ περιορισμένος στην ταινία, καθώς η επιβλητική της εικόνα μιλά από μόνη της. Η κάμερα γίνεται ένα με το σώμα των ηρώων, με τα μαλλιά τους, με το δέρμα τους. Γίνεται ένα και με τη λάσπη, τα φύλλα, τους βράχους. Καταφέρνει να χωρέσει όλη την ομορφιά της φύσης, η οποία στην ταινία μοιάζει απέραντη και μυστηριώδης, αλλά πάντα φιλόξενη.  Αντίθετα, οι εσωτερικοί χώροι είναι πάντα μικροί και πνιγηροί. Ο φυσικός ήχος, χωρίς μουσικά τεχνάσματα, συμπληρώνει την εικόνα.

Η τελευταία αυτή ταινία της Άρνολντ ας είναι η αφορμή για να θυμηθούμε τα προηγούμενα έργα της, και, ιδίως, την πρώτη της ταινία, το Wasp, μία από τις καλύτερες μικρού μήκους που έχουμε δει την τελευταία δεκαετία.

Σενάριο – Σκηνοθεσία: Άντρεα Άρνολντ
Δ. Φωτογραφίας: Ρόμπι Ράιαν
Πρωταγωνιστούν: Κάγια Σκοντελάριο, Τζέιμς Χόσον, Όλιβερ Μίλμπερν, Νίκολα Μπέρλεϊ
Χώρα: Βρετανία
Διάρκεια: 129’
Ετος: 2011
Εταιρεία Διανομής: Odeon