Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών παρουσιάζει τη συναυλιακή βραδιά με τίτλο «Ο κήπος των

μουσικών τέρψεων» με τον φλαουτίστα Έρικ Μπόσγκραφ και το Κουαρτέτο Εγχόρδων Μοντιλιάνι την Τετάρτη 18 Ιανουαρίου, στις 20.30 στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος.

 

Πέντε νεαροί μουσικοί: o φλαουτίστας Έρικ Μπόσγκραφ, η φετινή πρόταση της  Concertgebouw του Άμστερνταμ  και του Palais des Beaux Arts των Βρυξελλών  και το Κουαρτέτο Μοντιλιάνι που εκπροσωπεί  τρεις γερμανικές αίθουσες μουσικής: την Laeiszhalle Elbphilharmonie του Αμβούργου, την Koelner Philharmonie της Κολωνίας και  την Festspielhaus του Μπάντεν Μπάντεν συναντώνται μια μοναδική βραδιά στην Αθήνα για να μοιραστούν τη σκηνή της Αίθουσας Δημήτρης Μητρόπουλος την Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012 στις 20.30 το βράδυ. Το πρώτο μέρος της βραδιάς είναι αφιερωμένο σε έργα για φλάουτο με ράμφος (recorder) των Βαν Έυκ, Άντριεσσεν, Στραβίνσκυ και του «δικού μας» Παναγιώτη Κόκορα. Στο δεύτερο μέρος, θα παρουσιαστούν συνθέσεις για μικρό σύνολο μουσικής δωματίου των Χάυντν και Ντεμπυσσύ.
 

To διπλό αυτό ρεσιτάλ  εντάσσεται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Σειράς Rising Stars («Ανατέλλοντες Αστέρες»), η οποία πραγματοποιείται με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Κέντρων Συμφωνικής Μουσικής (ECHO), ενός δικτύου διεθνών συνεργασιών μεταξύ γνωστών ευρωπαϊκών αιθουσών μουσικής, το οποίο στοχεύει στην προώθηση των πολιτιστικών ανταλλαγών, στην ανάδειξη και διάδοση της καλλιτεχνικής δημιουργίας και στην προβολή ανερχόμενων νέων ερμηνευτών ή μικρών σχημάτων από την Ευρώπη και τις Η.Π.Α.

Ο κήπος των μουσικών τέρψεων του Έρικ Μπόσγκραφ. Ο τίτλος του προγράμματος του Έρικ Μπόσγκραφ είναι εμπνευσμένος από τον «Κήπο των τέρψεων» του Ιερώνυμου Μπος, την περίφημη αλληγορική εικαστική σύνθεση του διάσημου Ολλανδού ζωγράφου του 15ου αιώνα. Παραπέμπει αφ’ ενός στη λεγόμενη «παλαιά» μουσική, με την οποία είναι άμεσα συνδεδεμένο το φλάουτο με ράμφος, και αφ’ ετέρου στην πολυσυλλεκτική αντίληψη του νεαρού φλαουτίστα περί μουσικής γενικότερα.

Ο Μπόσγκραφ που, πριν καταλήξει στο φλάουτο με ράμφος, έπαιζε μουσική σε ροκ συγκρότημα και είχε δοκιμάσει τις δυνατότητές του στο όμποε, αντιμετωπίζει χωρίς «στεγανά» τα ποικίλα μουσικά στιλ. Προσεγγίζει χωρίς προκατάληψη και με την ίδια άνεση πρώιμες αλλά και σύγχρονες συνθέσεις με φυσικά όργανα αλλά και σύγχρονα τεχνολογικά μέσα. Θεωρείται ένας από τους πιο ταλαντούχους σολίστ της νέας γενιάς στο φλάουτο με ράμφος και είναι αποδέκτης πολλών διακρίσεων διαγωνισμών διεθνούς κύρους, όπως το βραβείο Μπορλέττι-Μπουιτόνι, καλλιτεχνική διοργάνωση που τελεί υπό την προεδρεία της διάσημης πιανίστριας Μιτσούκο Ουσίντα. Πρόσφατα, του απενεμήθη επίσης το Ολλανδικό Μουσικό Βραβείο, το οποίο συνιστά την υψηλότερη κρατική διάκριση για έναν Ολλανδό σολίστ.

Ο Έρικ Μπόσγκραφ γεννήθηκε το 1980. Μελέτησε  μουσική με τους Hauwe και Leenhouts. Είναι επίσης κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών (μάστερ μουσικολογίας) από το Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης. Στον κατάλογο των συνεργασιών του με διακεκριμένα σύνολα περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η Συμφωνική του Ντάλλας και η Φιλαρμονική Δωματίου της Ολλανδικής Ραδιοφωνίας. Το δισκογραφικό ντεμπούτο του, το 2007, με έργα τού Ολλανδού συνθέτη Γιάκομπ Βαν Έυκ, σημείωσε μεγάλη επιτυχία, όπως άλλωστε και ο δίσκος ακτίνας με τίτλο Big Eye με σύγχρονη μουσική για τον κινηματογράφο. Ο Μπόσγκραφ έχει ακόμη ηχογραφήσει έργα Τέλεμαν, Μπαχ, Χαίντελ και Βιβάλντι. Το 2006, ίδρυσε το Ensemble Cordevento, το οποίο ειδικεύεται στη μουσική του 17ου και 18ου αιώνα, ενώ το 2007 προσκλήθηκε να παρουσιάσει την καντάτα Actus Tragicus του Γιόχαν-Σεμπάστιαν Μπαχ στην αίθουσα Κοντσέρτχεμπαου.

Το ρεσιτάλ του Έρικ Μπόσγκραφ στην Αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος στις 18 Ιανουαρίου θα αρχίσει με συνθέσεις του Ολλανδού Γιάκομπ Βαν Έυκ (1589-1657). Ο πρόλογος ανήκει στις συνθέσεις του Βαν Έυκ: Preludium of Voorspel, Phantasia και Lavolette, τις οποίες θα διαδεχθεί το έργο Pièce III του Ρώσου Ιγκόρ Στραβίνσκυ (1882-1971). Η βραδιά θα συνεχισθεί με τρεις ακόμη συνθέσεις του Βαν Έυκ (Engels Nachtegaeltje/ Den Nachtegael και Blydschap van myn vliedt), καθώς και με το Pièce I και πάλι του Στραβίνσκυ. Στη συνέχεια, τα έργα για φλάουτο με ράμφος του Βαν Έυκ (Comagain και Wat zal men op den avond doen) θα εναλλαχθούν με τις δημιουργίες δύο συγχρόνων συνθετών, του Ολλανδού Λούις Άντριεσσεν (1939) και του Έλληνα Παναγιώτη Κόκορα (1974). Πρόκειται αντίστοιχα για τις συνθέσεις Ende και Jet. Η τελευταία σύνθεση είναι για σοπράνο φλογέρα και ηλεκτρονικά. Ολοκληρώθηκε την άνοιξη του 2010, έχει διάρκεια 8 λεπτά και γράφτηκε από τον βραβευμένο Έλληνα δημιουργό ειδικά για τον Ολλανδό φλαουτίστα Έρικ Μπόσγκραφ. Όπως σημειώνει ο ειδικευμένος στην ηλεκτροακουστική μουσική & μουσική τεχνολογία Παναγιώτης Κόκορας: «ο τρόπος παιξίματος της φλογέρας χαρακτηρίζεται από μια ποικιλία από ειδικά φυσήματα […]. Το ηλεκτρονικό μέρος, πέρα από την επεξεργασία σε πραγματικό χρόνο […], συνδυάζεται με ηλεκτροακουστικούς ήχους δημιουργώντας πλούσια ηχητική υφή».

Κλασικισμός και ιμπρεσιονιστικά χρώματα από το Κουαρτέτο Μοντιλιάνι. Εικαστική είναι η αφετηρία και για το Κουαρτέτο Μοντιλιάνι, το οποίο εμπνεύστηκε τον τίτλο του ως σχήμα μουσικής δωματίου από τον μοντέρνο Ιταλό ζωγράφο και γλύπτη Αμεντέο Μοντιλιάνι (1884-1920), που φημίζεται για την ιδιότυπη τεχνοτροπία του στην προσωπογραφία. Το κουαρτέτο απαρτίζεται από τους Φιλίπ Μπερνάρ (βιολί), Λοϊκ Ριό (βιολί), Λωράν Μαρφαίν (βιόλα) και Φρανσουά Κιφφέρ (βιολοντσέλο), τέσσερις αγαπημένους φίλους που τους ενώνει το πάθος για τα έγχορδα. Και οι τέσσερις ερμηνευτές είναι απόφοιτοι του Ανώτερου Εθνικού Ωδείου του Παρισιού,  έχουν μελετήσει μουσική δωματίου με τα Κουαρτέτα Υζαΰ στο Παρίσι και Άρτεμις στο Βερολίνο και έχουν συμμετάσχει σε σεμινάρια τελειοποίησης με τους Βάλτερ Λέβιν και Γκυόργκι Κούρταγκ.

Η πορεία τους, από το 2004 μέχρι σήμερα, είναι ανοδική: πρώτα βραβεία σε διαγωνισμούς διεθνούς κύρους (Αϊντχόφεν, «Βιττόριο Ριμπόττι», κ.ά.), μετακλήσεις σε σημαντικά φεστιβάλ (μεταξύ άλλων, Σουμπερτιάδα, Φεστιβάλ Γκστάαντ, Λουκέρνης, Ράινγκαου), εμφανίσεις σε γνωστές αίθουσες (Κοντσέρτχεμπαου, Θέατρο Ηλυσίων Πεδίων, Κάρνεγκι Χολ, Λίνκολν και Κέννεντυ Σέντερ, Ουίγκμορ Χωλ, Θέατρο Λα Φενίτσε, κ.ά.), περιοδείες στην Αυστραλία, τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Γερμανία και την Ιαπωνία, αξιοζήλευτες συνεργασίες με φημισμένους σολίστ (Μισέλ Νταλμπερτό, Μπόρις Μπερεζόφσκυ, Μισέλ Πορτάλ, Ζεράρ Κωσσέ κ.ά.).

Το Κουαρτέτο Μοντιλιάνι έχει στο ενεργητικό του ήδη τέσσερις ηχογραφήσεις, από τις οποίες ξεχωρίζουν οι δίσκοι ακτίνας με έργα Χάυντν (2008) και Μέντελσον (2010), οι οποίοι απέσπασαν τα διθυραμβικά σχόλια του ευρωπαϊκού μουσικού Τύπου, της Ένωσης Κριτικών Γαλλίας και της Ακαδημίας Charles Cros. Χάρη στη γενναιόδωρη υποστήριξη των χορηγών του, το Κουαρτέτο Μοντιλιάνι έχει το μεγάλο προνόμιο να παίζει με ιταλικά όργανα  εποχής: ένα βιολί Γκουαντανίνι του 1780 και ένα Γκαλιάνο του 1734, μία βιόλα Μαριάνι του 1660 και ένα τσέλο Γκοφρίλλερ του 1706.

Το πρόγραμμα που θα παρουσιάσει το Κουαρτέτο Μοντιλιάνι στο Μέγαρο περιλαμβάνει δύο έργα: το Κουαρτέτο έργο 76-Νο 1 σε σολ μείζονα του Γιόζεφ Χάυντν (1732-1809) και το Κουαρτέτο έργο 10 σε σολ ελάσσονα του Κλωντ Ντεμπυσσύ (1862-1918).

Το opus 76  είναι αφιερωμένο από τον Χάυντν στον Ούγγρο Κόμη Έρντεντυ και πρέπει να γράφτηκε το 1796 ή το 1797, όταν ο λαμπρός Αυστριακός μουσουργός εργαζόταν στην αυλή τού Πρίγκιπα Εστερχάζυ. Πρόκειται για μία συλλογή από έξι διαφορετικά κουαρτέτα. Το πρώτο – αυτό που επέλεξε να ερμηνεύσει το Κουαρτέτο Μοντιλιάνι – είναι τετραμερές και διαρκεί περί τα 20 λεπτά. Συνδυάζει τα μορφολογικά στοιχεία της σονάτας με τη μελωδικότητα του μενουέτου και με σύντομα υπαινικτικά μοτίβα που θυμίζουν την «Συμφωνία του Διός» του Μότσαρτ και την 99η Συμφωνία του Χάυντν.

Ο ιμπρεσιονιστής Κλωντ Ντεμπυσσύ συνέθεσε το μοναδικό του κουαρτέτο, το έργο 10 σε σολ ελάσσονα, το 1892, έτος κατά το οποίο επεξεργαζόταν συγχρόνως το «Πρελούδιο για το απομεσήμερο ενός Φαύνου». Ο συνθέτης είχε την τύχη να δει το έργο του να παρουσιάζεται σε πρώτη εκτέλεση από το περίφημο Κουαρτέτο Υζαΰ στις 29 Δεκεμβρίου 1893. Ωστόσο, η σύνθεσή του αυτή έτυχε ψυχρής υποδοχής από το κοινό και την κριτική, καθώς οι νεωτερικές συνθετικές τεχνικές του Ντεμπυσσύ ήταν μάλλον δυσνόητες για τους ακαδημαϊστές εκπροσώπους του τότε μουσικού κατεστημένου. Πάντως, υπήρξαν κάποιοι σχολιαστές εκείνης της εποχής που παραδέχθηκαν ότι το Κουαρτέτο αρ. 10 αποτελούσε «ένα επιτυχές αμάλγαμα διαφορετικών στοιχείων όπως το γρηγοριανό μέλος, η τσιγγάνικη μουσική, το ύφος των Μασνέ και Φρανκ, το γκαμελάν της Ιάβας, αλλά και το στιλ των Ρώσων συγχρόνων του [Ντεμπυσσύ]».