Η επιδημία είναι μια ωραία λέξη. Μια εύηχη λέξη, με χρώμα ροζ σε ένα εξώφυλλο βιβλίου, έχοντας μπαγκράουντ έναν υπερπληθυσμό από φωτισμένα αστέρια

Tου Τάσου Αντωνόπουλου

δίνοντας το μέγιστο της φωτεινότητας  τους. Η λέξη επιδημία αρχικά βγαίνει από το επί + δήμος και με αυτή  χαρακτηρίζονται οι εξάρσεις ασθενειών που εμφανίζονται σε έναν ανθρώπινο πληθυσμό μια  δεδομένη χρονική περίοδο, σε βαθμό μεγαλύτερο του αναμενόμενου. Κάπως έτσι παρομοιάζει και ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, μέσα από το νέο του βιβλίο –Η επιδημία (εκδόσεις Πατάκη)- την παρούσα ελληνική κατάσταση, σαν μια επιδημία.

Στο βιβλίο αυτό πρωταγωνιστής είναι ένας Θεός της κλασικής αρχαιότητας. Ένας Θεός μάλλον όχι και τόσο σπουδαίος, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τις συνέπειες που φαίνεται να φέρει στη χώρα του καθ’ όλη τη διάρκεια που εξελίσσεται η ιστορία. Ένα Θεός τρίτης κατηγορίας, και για να ακριβολογούμε τριακοστός έκτος στην λίστα των Θεών. Ένας Ακατανόμαστος όπως τον προσφωνεί ο συγγραφέας, που επιστρέφει στην πατρίδα του ύστερα από δεκάδες χρόνια για να υλοποιήσει ένα έργο το οποίο έχει αφήσει στη μέση. Το έργο αυτό θα είναι που θα σηματοδοτήσει την κατάρρευση της χώρας.

Ευθύς εξαρχής παρατηρούμε την γοητεία που υπάρχει ανάμεσα στον συγγραφέα και στα χρόνια της κλασσικής αρχαιότητας, στα χρόνια των δώδεκα θεών, στα χρόνια της γένεσης σπουδαίων φιλοσοφικών θεωριών. Στα χρόνια που θα κάνουν γνωστή την Ελλάδα σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ο συγγραφέας με μια εκπληκτική μαεστρία στην αφήγηση καταφέρνει να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν και εν συνεχεία με το μέλλον. Ξαφνικά μεταφερόμαστε στην Ελλάδα του σήμερα στον εικοστό πρώτο αιώνα όπου Ακατανόμαστος, επιστρέφει ύστερα από την εξορία που του επέβαλαν οι ισχυρότεροι θεοί,  σε μια χώρα διαφορετική από αυτήν που είχε αφήσει. Τώρα, καταλαβαίνει ότι έχει έρθει η ώρα  να πραγματοποίησει ένα μεγάλο του όνειρο που οι θεοί του είχαν απαγορεύσει να εφαρμόσει, τόσο άδικα, σύμφωνα με εκείνον. Δηλαδή, να δημιουργήσει έναν δρόμο ο οποίος θα ενώνει την Κόρινθο με την Σπάρτη. Όμως μπορεί να τα καταφέρει αυτός ο εξόριστος Θεός που έρχεται από την Υποσαχάρια Αφρική να μπει στο Νεοελληνικό πνεύμα που κυριαρχεί τη χώρα;

Ο Θεός τρίτης κατηγορίας με τις δυνάμεις που έχει χάριν στην θεϊκή του ιδιότητα και με την βοήθεια μια γυναικάς που συνδέεται μαζί του ερωτικά και  ανακαλύπτει ο ένας στα μάτια του άλλου τον έρωτα, θα μεταμορφωθεί σε έναν αόρατο επιχειρηματία που θα γοητεύσει  με το ανύπαρκτο πλούτο του γραμματείς επί γραμματέων, υπουργούς και υφυπουργούς, μέχρι, και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό της χώρας, ενώ από την λίστα δεν παύουν να λείπουν και άνθρωποι του πνεύματος. Τελικά όταν το σχέδιο του για την δημιουργία αυτού του «ονείρου» καταρρέει καταφέρνει και φέρνει στην επιφάνεια σαν μορφή επιδημίας, το μεγαλύτερο του πόθο, και ανεκπλήρωτο από τους Θεούς του Ολύμπου. Να μεταδώσει δηλαδή στον πληθυσμό τον ποιητικό του οίστρο, αυτό που πάντα ονειρευόταν, στέφεται με απόλυτη επιτυχία. Με αυτό το τρόπο ο λαός γοητεύεται και αρχίζει να αλλάζει και να εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο, σύμφωνα με  τα αισθήματα τους και εγκαταλείποντας εσαεί την παραγωγικότητα του επαγγέλματος τους.

Μέσα από αυτή την παρωδία της ελληνικής καθημερινής πραγματικότητας ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, αποδεικνύει ότι η κρίση που παρουσιάζει η χώρα μας, πλέον αποτυπώνεται στη λογοτεχνία και γίνεται ένα. Και πως είναι σημαντικό να αναφέρεται, εφόσον, δεν χρησιμοποιείται πρόχειρα.

Ουσιαστικά λοιπόν, η επιδημία είναι η αποτύπωση όλων εκείνων των φαινομένων που οδήγησαν στην διόγκωση του σημερινού προβλήματος και εν τέλει στην διάλυση της χώρας.