Ο Paolo Colombo, ένας από τους τρεις επιμελητές της 3ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης μας μιλάει για την εμπειρία και την συμμετοχή του στη διοργάνωση, αλλά και για τον αντίκτυπο της απέναντι στους ανθρώπους την συγκεκριμένη χρονική στιγμή.

Συνέντευξη στην Μαρία Κωφίδου

CultureNow: Είστε ένας απο τους βασικούς πρωταγωνιστές του κεντρικού προγράμματος της 3ης Biennale. Τι έχετε αποκομίσει απο την συμμετοχή σας;

Paolo Colombo: Έχω αποκτήσει εμπειρία, ευχαρίστηση και φίλους. Έμαθα να γνωρίζω μια πόλη, και έζησα επίσης υπέροχες στιγμές μέσα από τη συνεργασία με ανθρώπους που είναι γρήγοροι, ικανοί και αποτελεσματικοί.

C. N.: Απο που αντλεί έμπνευση το Κεντρικό Πρόγραμμα της 3ης Μπιενάλε Σύγχρονής Τέχνης Θεσσαλονίκης;

P. C.: Ένα και πολλά πράγματα ταυτόχρονα: την επιθυμία να φωτογραφίσει αυτή την πολύπλοκη στιγμή που ζούμε μέσα από την ματιά των καλλιτεχνών, παρουσιάζοντας μια σειρά από αφηγήσεις που θα ανταποκρίνονται στην ιστορία της πόλης και στα χαρακτηριστικά του κάθε χώρου. Στο χώρο για τον οποίο ήμουν επιμελητής, στην Casa Bianca, ήθελα να επαναφέρω την ιστορία του Alberto Savinio, ο οποίος είχε υπηρετήσει στον στρατό εδώ στη Θεσσαλονίκη το 1917.

C. N.: Στη φετινή διοργάνωση υπάρχουν νέα, καινοτόμα χαρακτηριστικά και ποια είναι αυτά;

P. C.: Ουσιαστικά δεν υπάρχει πραγματική καινοτομία. Μάλλον περισσότερο η Μπιενάλε προσπαθεί να οικοδομήσει μια ευαίσθητη και προσεκτική σχέση με την πόλη. Η ιδέα είναι να αντιμετωπίσει την ιστορία και τη γεωγραφία της Θεσσαλονίκης.

C. N.: Ποια είναι η σκέψη, ο ιδεολογικός πυρήνας αν θέλετε, πίσω απο τον τίτλο “Ο Γκρεμός και το Ρέμα”;

P. C.: Ο τίτλος αντιμετωπίζει το δίλημμα στο οποίο η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων σε αυτό το μέρος της Μεσογείου βρίσκονται σε μια κατάσταση που δεν φαίνεται να έχει μια εύκολη λύση, ούτε μια εύκολη διέξοδο. Αν υπάρχει ένας πυρήνας, ο οποίος είναι κάτι παραπάνω από ιδεολογικός, τότε αυτός ο πυρήνας αποτελεί ένα διαρκή φόρο τιμής στην αντοχή των πληθυσμών.

C. N.: Ποιος ήταν ο στόχος σας σε ό,τι αφορά την εμπειρία του επισκέπτη;

P. C.: Θέλαμε οι επισκέπτες να αισθάνονται άνετα με τα έργα, να ανακαλύψουν τα μνημεία που μπορεί να μην γνωρίζουν (για τους ανθρώπους που δεν είναι από την πόλη) και να νιώσουν ότι τα έργα αυτά έχουν άμεση σημασία για αυτούς και αντίκτυπο στη ζωή τους.