Εκτός από τις πανεπιστημιακές σχολές, υπάρχουν ερευνητικά κέντρα, θεματικά μουσεία, υπάρχει επίσης, πρόσβαση σε όλων των ειδών τις καλλιτεχνικές πληροφορίες, έχουν εκδοθεί άπειρες μονογραφίες καλλιτεχνών, έχουν κυκλοφορήσει αξιόπιστες ιστορικές συνθέσεις, διακινούνται μέσα από το διαδίκτυο καλλιτεχνικά γεγονότα απ’ όλο τον κόσμο και μάλιστα σε φυσικό χρόνο.

Αφού λοιπόν διευρύνονται οι πληροφορίες και διασπείρονται οι εκπαιδευτικοί κόμβοι,  γιατί αποδυναμώνεται η καλλιτεχνική εκπαίδευση μέσα στο κατακλυσμιαίο περίσσευμα γνώσης; Ή μήπως απλώς αλλάζει όπως ισχυρίζονται οι αισιόδοξοι;

Το κεντρικό πρόβλημα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα ίσως μπορεί να αναζητηθεί σε μια βαθύτερη πολιτισμική στιβάδα από αυτήν όπου εκδίδεται η άμεση καλλιτεχνική πληροφορία. Η πολυδιάσπαση π.χ. των αναφορών, των προτύπων, λόγω μιας – συχνά επιδερμικής – πολυμέρειας η οποία συνθέτει την διεθνή και άρα, την ελληνική εικαστική σκηνή και την κυρίαρχη βιβλιογραφία,   αποδυναμώνει τις μεθοδολογίες. Και διδακτική είναι πρωτίστως μεθοδολογικές αρχές που αναλύουν το πεδίο (το εικαστικό πεδίο στην περίπτωσή μας) και πυκνώνουν ένα σύστημα συμπερασμάτων και θέσεων. Αυτό λοιπόν που διέτρεχε παλαιότερες φάσεις της νεωτερικής εκπαιδευτικής λειτουργίας, σήμερα είναι εξαιρετικά ισχνό και αδύναμο. «Εγκύκλια γνώση» δεν φαίνεται να υπάρχει, με τον εκδημοκρατισμό και την διασπορά των εκφραστικών μεθόδων και την χαώδη ίδρυση στερεοτύπων.

Η νεωτερικότητα με την διεύρυνση των ορίων και των ηθικομορφικών ιδανικών που εγκατέστησε, διέρρηξε την ενότητα μορφής, αφηγήματος, ιδεολογίας. Διέρρηξε επίσης την σχέση κοινού και καλλιτέχνη, πολύ απλά γιατί το έργο στράφηκε στον ίδιο τον εαυτό του, στην θέσμιση μιας, συχνά, κρυπτικής και κρύας ιδιολέκτου, που διέλυσε την προσληψιμότητά του. Μέσα από την καταστρατήγηση της «ομοιότητας με το πραγματικό» (κατά τον πρώιμο μοντερνισμό), μέσα από την  αποδόμηση της παραστατικότητας, δηλαδή του επιχειρήματος προς τον θεατή, το έργο συνέστησε μια νέα σχέση με την ίδια του την ιδρυτική συνθήκη.

Η απεύθυνση άλλαξε πεδίο: από το εικονογραφικό επιχείρημα μετατοπίστηκε στο «θεολογικό». Από τον θαυμασμό πήγε στην πίστη. Εννοώ ότι οι μορφές απελευθερώθηκαν από καταναγκασμούς και τεχνοτροπικά ιδανικά, οι καλλιτέχνες από εξαναγκασμούς επιδεξιότητας και αναφορικές δεσμεύσεις. Η τέχνη έγινε «ελεύθερη» και ιστορικά «ορφανή». Δεν χρωστούσε τίποτα στο παρελθόν και  προσπάθησε να δωροδοκήσει  το μέλλον. Η νεωτερικότητα έγινε ψύχωση.

Αργότερα βέβαια αφού η τέχνη πέρασε την φάση του πολεμικού μοντέρνου που περιέγραψα, προσπάθησε να αναθεωρήσει όλες τις αποτυχημένες στρατηγικές απεύθυνσης. Η ποπ ήταν το κεντρικότερο διάβημα για να ξανακερδηθεί ο θεατής. Το ίδιο και πολλά φαινόμενα της εύκολης εννοιολογικής τέχνης. Εν τούτοις από την  μια η σύγκρουση με το πραγματικό (ο αφηρημένος φορμαλισμός) και από την άλλη η ταλάντωση προς την δωροδοκία του πραγματικού (η ποπ και η conceptual), διέσπασαν το διακύβευμα, διέσχασαν την διδασκαλία και τα μαθησιακά ζητούμενα.

Φυσικά ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ότι ελλείψει συνεκτικού γνωστικού και αισθητικού πεδίου στο οποίο θα εκτυλίσσονταν τα εκπαιδευτικά ερωτήματα, χρειάζεται μια άλλου τύπου πειθαρχία που θα λειτουργήσει ως υποκατάστατο. Συχνά οργανωσιακές και θεσμικές πυκνώσεις, μπορεί να μην γεννούν τον δάσκαλο  ή τον εμβληματικό καλλιτέχνη, να μην συγκροτούν την μαθητεία, αλλά επινοούν  μια συστημική πειθαρχία.

Ανατίθεται λοιπόν το ερώτημα: πού εδραιώνεται η καλλιτεχνική εκπαίδευση; Γιατί υπάρχουν πανεπιστημιακές σχολές που μάλιστα αναπτύσσονται σε όλες τις ερευνητικές και εκπαιδευτικές κλίμακες; Επειδή η απάντηση είναι εξαιρετικά σύνθετη περιορίζομαι στο εξής: Η νέα διδακτική στο πεδίο της Τέχνης, θεμελιώνεται σε ένα πολύ πιο ασταθές και σύνθετο γνωστικό και ηθικό πεδίο από προηγούμενες ιστορικές φάσεις, με μια σύνθετη περίπτυξη πολλαπλών ιδανικών και αποκαθηλώσεων. Κατά κάποιο τρόπο η διδασκαλία συνταράσσεται από εναλλαγές πίστης και αποκαθηλωτικής διάψευσης.

Η νέου τύπου μαθησιακή πειθαρχία ταλαντεύεται και ανασυγκροτείται διαρκώς, σε μια νέου τύπου επιτέλεση. Το σχέδιο π.χ. που παραδοσιακά είχε έναν μετρικό και υπολογιστικό χαρακτήρα σήμερα οργανώνεται σε πολυδιασταυρούμενα πλαίσια που εκτείνονται από τα κόμιξ μέχρι την χειρονομιακή από-εικόνα, ένα βραστερό απστρέ. Εφόσον  δηλαδή, υπάρχουν τόσες λογισμικές και αναλογικές εικονοεφαρμογές που κτίζουν τον φοιτητή, μάλιστα, πριν τις σπουδές του, το σχέδιο συγκροτεί ένα ζωτικό χώρο που εκτείνεται όχι μόνο πέρα από το λογισμικό αλλά και εντός του: Η οφθαλμική μόρφωση με κύρια πηγή την λογισμική εικόνα, ακόμα και στην street art ή τις σωματικές τελέσεις, είναι διάχυτη και δαιδαλώδης, τα πρότυπα είναι διαρκώς ανασυντασσόμενα, οι πειθαρχίες είναι επισφαλείς και πολυαναφορικές.

Εντέλει στην θέση της μοντερνιστικής συνοχής (ας πούμε των αρχών του Bauhaus που επέζησαν στην χώρα μας μέχρι τις αρχές  της δεκαετίας του ΄80) έχουμε την σταδιακή ανασυγκρότηση ενός εκπαιδευτικού υβριδίου, που εκφράζει  τον πολιτισμικό μετεωρισμό, τις ενδιάμεσες σφαίρες του ορατού και του αντιληπτού.   Αυτό το δυναμικό φαινόμενο νομίζω ότι μορφώνει τον νέο φοιτητή, συγκροτεί τον νέο δάσκαλο, οργανώνει την νέα πανεπιστημιακή σχολή, την νέα εκπαίδευση την νέα στρατηγική γνώσης και καλλιτεχνικού πάθους.

ΥΓ.: Αυτά που προηγήθηκαν ισχύουν όσο υπάρχουν ακόμα γνωστικά αντικείμενα, Πανεπιστήμια και ταλέντα. Αν η πολιτική κοινωνία αποφασίσει μια νομική κατάργηση κάθε ουμανιστικού εκπαιδευτικού επίδικου, τα όσα έχουμε συζητήσει δεν έχουν νόημα, παρά μόνο ως μορφές απώλειας.

Info:

Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, επίκουρος καθηγητής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ. Σπούδασε στην Α.Σ.Κ.Τ. της Αθήνας με τους Μόραλη, Μυταρά, Αρβανίτη, Κούκο. Έχει κάνει έντεκα ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής. Με το έργο του έχουν ασχοληθεί πολλοί θεωρητικοί της τέχνης (Α. Δεληβορριάς, Ν. Ξυδάκης, Μ. Μαραγκού, Ε. Ματθιόπουλος, Μ. Εμμανουήλ, Π. Παπαδόπουλος, Μ. Στεφανίδης, Β. Βασιλοπούλου, Α. Σχινά, Τ. Μαυρωτάς, Θ. Μουτσόπουλος κ.α). Δημοσιεύει κείμενά του στις εφημερίδες: Ελευθεροτυπία, Αυγή, Καθημερινή, Δρόμος και σε περιοδικά και εκδόσεις θεωρίας. Από το 2001 διδάσκει στην Σχολή Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ.

photo: G Pavlidis