Το Half Note Jazz Club φιλοξενεί έναν από τους σπουδαιότερους πιανίστες στο χώρο της jazz μουσικής. Ο λόγος για τον Αμερικανό George Cables, ο οποίος έρχεται στην Αθήνα, παρέα με τέσσερις εξαίρετους μουσικούς, για να μας μυήσουν όλοι μαζί ως ένα άρτιο κουιντέτο στο μαγικό κόσμο της jazz.

Λίγο πριν ξεκινήσουν οι live εμφανίσεις ο George Cables  βρίσκει λίγο χρόνο και απαντά στις ερωτήσεις του Culturenow.gr.

CultureNow: Πότε ξεκίνησαν οι μουσικές σας σπουδές; Γνωρίζατε από την αρχή ότι η τζαζ είναι η μουσική που σας εκφράζει ή προέκυψε κάτι που σας έκανε να τη δείτε διαφορετικά; Γιατί σας κέρδισε αυτό το είδος;

George Cables: Η μουσική υπήρχε πάντα στο σπίτι μου. Η μητέρα μου έπαιζε πιάνο και σαν μικρό παιδί που ήμουν πάντα προσπαθούσα να φτάσω τα κλειδιά του πιάνου για να την μιμηθώ. Ξεκίνησα να σπουδάζω επισήμως όταν ήμουν 6 χρονών στο Brooklyn Little School. Όλοι εκεί ήταν μικρόσωμοι (little)…

Εκείνη την εποχή σπούδαζα κλασική μουσική, ταλαντευόμουν όμως ανάμεσα στο πιάνο και στα αθλήματα. Άρχισα να βλέπω πιο σοβαρά τη μουσική όταν πήγα στο Λύκειο (στο Λύκειο Καλών Τεχνών της Νέας Υόρκης), όπου εκεί πολλοί από τους φίλους μου ήταν επίδοξοι μουσικοί. Κατά κάποιο τρόπο έτσι ήρθα σε επαφή με την jazz. Θυμάμαι ότι οι Art Blakey, Dave Brubeck, Thelonious Monk και Wynton Kelly ήταν ανάμεσα στους πρώτους καλλιτέχνες που άκουσα.

Στην ηλικία των 18 με είχε συνεπάρει ο Monk. Για μια περίοδο βρισκόταν στο Five Spot, επί μήνες, και έτσι μπορούσα να πηγαίνω να τον ακούω και να τον παρακολουθώ όποτε ήθελα. Αυτό που με τράβηξε στην τζαζ ήταν η πλήρης συμμετοχή του παίκτη με τη μουσική, που με τους μουσικούς σου αυτοσχεδιασμούς γινόσουν συν-συνθέτης, κάνοντας τη μουσική να αλλάζει κάθε φορά που παιζόταν.

 

C. N.: Ποιοι καλλιτέχνες συγκαταλέγονται ανάμεσα σε αυτούς που, ακούγοντάς τους ανακαλύψατε κάτι που μπορούσε να διαμορφώσει το δικό σας προσωπικό στυλ; Από ποιους τζαζίστες θα μπορούσατε να πείτε ότι έχετε επιρροές;

G. C.: Υπήρχαν πολλοί μουσικοί που με επηρέασαν. Οι πρώτοι που μου έρχονται στο μυαλό είναι οι μπάντες του Miles Davis και του John Coltrane. Σε αυτές τις μπάντες ήταν προφανές ότι ο καθένας τους βοήθησε στο να καθορίσουν την πορεία της μουσικής τους. Έγινε πρωταρχικός μου στόχος να γίνω ένας καλός sideman, καθώς ήξερα πόσο σημαντικός ήταν αυτός ρόλος, και ήθελα να μου ανήκει ένα μεγάλο κομμάτι όσον αφορά στη διαμόρφωση της μουσικής της μπάντας. Ο στόχος μου αργότερα έγινε αντιληπτός από πολλές μπάντες, με τις οποίες δούλεψα μαζί, ιδιαίτερα με τους Dexter Gordon και Freddie Hubbard. Επίσης, οι Herbie Hancock, Wynton Kelly και McCoy Tyner ήταν από τις ισχυρές επιρροές μου.

 

C. N.: Η μουσική σας πορεία είναι πολύχρονη, και μέσα σε αυτά τα χρόνια υπήρξαν πολλές συνεργασίες με πολλά ηχηρά ονόματα της τζαζ, όπως ο Art Blakey, ο Sonny Rollins, ο Dexter Gordon, ο Art Pepper, o Joe Henderson και αρκετοί ακόμη. Υπάρχουν κάποιες συνεργασίες που ξεχωρίζετε ιδιαίτερα μέχρι σήμερα, που θεωρείτε ότι έχουν σημαδέψει και καθορίσει την πορεία σας;

G. C.: Μετά από όλα αυτά τα χρόνια υπήρξαν τόσες πολλές μουσικές συνεργασίες, οι οποίες είχαν ιδιαίτερο νόημα για μένα, που είναι αδύνατο να επιλέξω μόνο μία. Οι δύο τελευταίες ηχογραφήσεις με τον Art Pepper ήταν τα πρώτα ντουέτα που έκανα με σαξόφωνο. Αυτά με οδήγησαν αργότερα σε άλλα ντουέτα με τον Frank Morgan και άλλους. Ο χρόνος που πέρασα δουλεύοντας με τον Freddie Hubbard και τον Bobby Hutcherson ήταν ιδιαίτερα σημαντικός για μένα, καθώς εκτός από το παίξιμο, ήταν καλό και για τη γραφή μου. Ο χρόνος που επίσης πέρασα με τον Dexter Gordon ήταν εξίσου ιδιαίτερα σημαντικός για μένα, γιατί κατά τη γνώμη μου, αυτός είναι η ενσάρκωση της Jazz. Επίσης, το να παίζω με τον Dexter με βοήθησε να αναπτύξω και τη δική μου προσέγγιση στο σόλο πιάνο, όταν κάναμε μπαλάντες μαζί. Έτσι αναπτύχθηκε γρήγορα και ο δικός μου προσωπικός ήχος.

 

C. N.: Στις εμφανίσεις σας στο Half Jazz Club στην Αθήνα έρχεστε ως κουιντέτο, παρέα με τέσσερις ακόμη αξιόλογους μουσικούς, τους Craig Handy, Billy Hart, David Weiss και Michael Bowie. Πείτε μας λίγα λόγια και τον καθένα από αυτούς. Τι να περιμένουμε στις live εμφανίσεις σας;

G. C.: Κάθε μουσικός σε αυτό το γκρουπ έχει αναπτύξει τη δική του φωνή, η οποία προέρχεται από μια ανάδυση στην παράδοση της Jazz, μαζί με την επιτακτική ανάγκη η μουσική τους να ανήκει στο σήμερα. Ο Craig Handy είναι ένας λυρικός και συναρπαστικός μουσικός. Ο David Weiss διερευνά τις αρμονικές δυνατότητες που του προσφέρονται από οποιαδήποτε σύνθεση. Ο Billy Hart έχει μια μακρά ιστορία με πολλούς μεγάλους μουσικούς και έχει ένα ευρύ φάσμα επιλογών για να παίξει. Και ο Michael Bowie παίζει σε μια ισχυρή βάση, έχοντας απόλυτα την αίσθηση του ρυθμού και της μελωδίας. Συνολικά είμαστε μια συναρπαστική ομάδα!