Το συναίσθημα που έχω πολλές φορές την ώρα της δημιουργίας, αλλά και μετά, βλέποντας και σκεπτόμενος τη δουλειά μου είναι πως στη γλυπτική δεν έχουμε να προσθέσουμε τίποτα σε όσα σπουδαία έχουν γίνει. Στην ουσία τα ίδια ζητήματα διερευνούμε, τις ίδιες ανθρώπινες αγωνίες μέσα απ’ αυτά παλεύουμε…

Το μόνο που μπορούμε είναι να καταθέσουμε τη δική μας ματιά, τη δική μας αίσθηση μέσα στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο που δουλεύουμε. Παρόμοιο είναι το συναίσθημα και τώρα που πρέπει να μιλήσω για τη γλυπτική. Μοιραία πρέπει να επαναλάβω όσα σπουδαία έχουν πει κατά καιρούς σπουδαίοι δημιουργοί καταθέτοντας την εμπειρία τους και το στοχασμό τους πάνω στην τέχνη. Επιλέγω λοιπόν να καταθέσω σκέψεις που έγιναν με αφορμή την τελευταία μου δουλειά.

Πολλές φορές δουλεύω με μοντέλο άνθρωπο. Μ’ ενδιαφέρει η μελέτη της φύσης και ειδικά του ανθρώπινου σώματος. Αισθάνομαι μέρος αυτής της αδιάκοπης ροής που από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα διαπερνά την ιστορία της γλυπτικής. Το διάστημα αυτό δουλεύω σχέδια και ανάγλυφα με μοντέλο, από το οποίο ζήτησα να πάρει μια όρθια, άνετη πόζα. Αυθόρμητα, φυσιολογικά, αυτός ξέφυγε από τη στάση της προσοχής και έτεινε το αριστερό του πόδι λίγο μπροστά και αριστερά. Ξέφυγε από μια άκαμπτη και κουραστική στάση, τα μέλη του σώματός του μετατοπίστηκαν, ο κορμός του έστριψε λίγο και μέσα από αυτήν τη μετατόπιση βρήκε μια νέα στάση ισορροπίας και άνεσης. Η σύνθεση είναι απλή. Αναπτύσσεται στην κατακόρυφο. Φαινομενικά ακίνητη, αλλά ενέχει την κίνηση αυτή που τη δημιούργησε. Δηλώνει την πρόθεσή του για βηματισμό, αλλά συγχρόνως είναι στέρεα πακτωμένος στο έδαφος. Τα πόδια του είναι ακίνητα ενώ το σώμα του πάλλεται από ζωή, αναπνέει. Η πόζα αυτή μοιάζει με το δέντρο που ενώ συνδέεται άρρηκτα με τη γη συγχρόνως κινείται ολόκληρο συνεχώς.

Κάθομαι μπροστά στο λευκό χαρτί και σχεδιάζω. Παρατηρώ το μοντέλο. Το σχέδιο οργανώνεται από τις γραμμές που ξεκινάνε από κάτω και “πίσω από το χαρτί”, υψώνονται παιχνιδίζοντας και είτε γυρνάνε πίσω είτε παραμένουν κάπου ψηλά περιμένοντας κάποιες άλλες, που με τη σειρά τους υψώνονται για να τις συναντήσουν. Οι γραμμές αυτές στην πορεία τους πλάθονται και δημιουργούν τη φόρμα, συγκροτούν το χώρο. Τα πάντα είναι μαλακά, δεν υπάρχουν οξύτητες. Η φόρμα μοιάζει με τον καπνό που ανεβαίνει αθόρυβα ψηλά και παίρνει διάφορα σχήματα. Στην κίνησή του αυτή πιέζει και συμπιέζεται από τον περιβάλλοντα χώρο, δημιουργεί τη σύνθεση. Η φιγούρα μέσα στο χώρο είναι όπως ένα μπαλόνι που φουσκώνει συνεχώς και παίρνει σχήμα, μέγεθος, όγκο. Στο σώμα του μοντέλου τα πάντα είναι σαφή, καθορισμένα με ακρίβεια. Μόνο που η σαφήνεια αυτή υπάρχει μέσα στην συνεχή κίνηση. “Η δική του θέση ισορροπίας είναι η ταλάντωση” όπως εύστοχα παρατηρεί ο ποιητής. Στο σχέδιο όλα αλλάζουν (σημεία, αναλογίες κλπ). Όλα παίρνουν νέα αξία στο χαρτί. Οι μικρότερες φόρμες, οι λεπτομέρειες αποκτούν υπόσταση, όταν διαχέονται μέσα στο γενικό νεφέλωμα, στην ομίχλη του τοπίου, όταν εντάσσονται στη διαρκή ταλάντωση.

Σχεδιάζοντας οι παλάμες τον χεριών μου αποθέτουν στο χαρτί αλλεπάλληλα περάσματα τόνων δίνοντας έτσι βάθος, πυκνότητα και δύναμη στο σχέδιο. Στο ανάγλυφο η αντίληψη παραμένει, μόνο η ύλη αλλάζει. Τα χέρια δεν πλάθουν πια γραμμές αλλά μάζες υλικού, επιφάνειες. Το ανάγλυφο καθοδηγείται από το σχέδιο και αυτό με τη σειρά του το “διορθώνει”. Το σχέδιο είναι η ψυχή, η φιλοσοφία και το γλυπτικό έργο η υλική υπόσταση. Τίποτα δεν προηγείται και τίποτα δεν έπεται. Βρίσκονται σ’ ένα συνεχή διάλογο. Μεταξύ σχεδίου και έργου υπάρχει στενή διαλεκτική σχέση.

Μπροστά στο λευκό χαρτί παρακολουθώ την πορεία των γραμμών, τις χαϊδεύω, τις διαλύω, τις ξαναβρίσκω προσπαθώντας να δω αυτό που έχω μπροστά μου και να αποτυπώσω  την αίσθηση μου γι’ αυτό. Σχεδιάζω, παλεύω με το άυλο προσπαθώντας να κατανοήσω το υπαρκτό. Αγωνίζομαι να εμβαθύνω, να δω την αιτία που υπάρχει πίσω από το φαινόμενο. Αναζητώ συνεχώς την αλήθεια των πραγμάτων συγχέοντας την με τις αγωνίες της ανθρώπινής μας μοίρας.

Αυτά δεν αποτυπώνονται πουθενά, κανείς δεν μπορεί να τα δείξει με το δάχτυλο. Υπάρχουν όμως και δίνουν αξία και πνοή στο ανάγλυφο, στο έργο, στην υλική υπόσταση. Υπάρχουν και δίνουν ζωή όπως η αναπνοή κινεί ανεπαίσθητα το μοντέλο.

Η απλή και φυσιολογική κίνηση του μοντέλου με παρέπεμψε στην στάση του αρχαϊκού κούρου. Στο βήμα του, που ποτέ δε θα ολοκληρωθεί, στην εσωτερική του δύναμη, που μοιάζει με “συμπιεσμένο έλασμα που αν το αφήσεις θα εκτιναχθεί”, στο αναδυόμενο φως του νησιώτικου κούρου της Μήλου.
Μέσα από την προσωπική του πορεία ο καθένας συνειδητοποιεί τη συνέχεια της ίδιας της ιστορίας της γλυπτικής. Αντιλαμβάνεται τη συγκεκριμένη θέση και σημασία που έχει (ή δεν έχει) σ’ αυτή τη διαδικασία.

Σήμερα, που πολλοί αναρωτιούνται για την αξία της μελέτης της φύσης, τη σημασία του σχεδίου, για την ύπαρξη ή όχι της γλυπτικής, σκέπτομαι πως αυτά κανείς δεν μπορεί να τα πει, ούτε να τα επιβάλει, σε κανένα. Ο κάθε άνθρωπος είναι μία ιδιαίτερη και μοναδική περίπτωση. Ο καθένας μελετώντας θα καταλάβει, ή μάλλον θα αισθανθεί τις μεταθέσεις που θα γίνουν βαθιά μέσα του και θα τον φέρουν στη δική του θέση ισορροπίας-ταλάντωσης, όπως και με τη στάση του κούρου, την πόζα του μοντέλου…
Ο κάθε καλλιτέχνης έχει τον δικό του ιδιαίτερο δρόμο, που συνήθως δεν ταυτίζεται με τη θέση των πολλών. Εξάλλου η τέχνη δεν είχε ποτέ σχέση με τη μόδα.

Τα παραπάνω είναι σκέψεις που έγιναν ταυτόχρονα με τη δουλειά. Ίσως να ακολουθώ με τόση προσήλωση την πορεία των γραμμών, γιατί θέλω συνεχώς να είμαι σε μία διαδικασία εμβάθυνσης και αναζήτησης της αλήθειας.

Info:

Ο Μάρκος Γεωργιλάκης γεννήθηκε στο Σπήλι Ρεθύμνου. Από το 1987 έως το 1992 σπούδασε γλυπτική στην Α.Σ.Κ.Τ. Το 1992 πήρε υποτροφία Erasmus στο Edindurgh College of Art, και την περίοδο 1994-1996 υποτροφία του μεταπτυχιακού προγράμματος του Ι.Κ.Υ. Σήμερα είναι επίκουρος καθηγητής στην Α.Σ.Κ.Τ. Έχει κάνει έξι ατομικές εκθέσεις και έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές. Έχει κερδίσει 1ο, 2ο και 3ο βραβείο σε καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς.