Τόλμη. Αυτή είναι η λέξη που κατά τη γνώμη μου εκφράζει με απόλυτο τρόπο το Sani Festival, που διεξάγεται κάθε Αύγουστο στο Λόφο της Σάνης, στη Χαλκιδική,

εδώ και 19 συνεχή χρόνια και που φέτος – το Jazz on the Hill- η ενότητα αφιερωμένη στη τζαζ που υπήρξε και ο προπομπός του γιορτάζει 20 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας μας γενικότερα και όχι μόνο της Βορείου Ελλάδος. Όλα ξεκίνησαν από μια τολμηρή ιδέα των ιδιοκτητών της τουριστικής επιχείρησης και δε θα μπορούσα παρά με την ίδια διάθεση να αναλάβω κι εγώ το τιμόνι της διοργάνωσης αυτής πριν από 15 χρόνια.

Στο φεστιβάλ αυτό νομίζω ότι μου γεννάται η διάθεση για όλο και μεγαλύτερα ρίσκα σε ό,τι αφορά τη δομή και το περιεχόμενο του προγράμματός του. Οι πρωτοβουλίες τις περισσότερες φορές επιβεβαιώνονται ως θετικές, το ρίσκο επιβραβεύεται αφού η σιγουριά των ηχηρών ονομάτων -που μας τιμούν κατά τα άλλα με την αποδοχή τους να φιλοξενηθούν στο φεστιβάλ- δεν είναι πάντα και μόνο το ζητούμενο. Η δυναμική των ανερχόμενων καλλιτεχνών ή καλλιτεχνικής δημιουργίας που έχει βρει ανταπόκριση στο εξωτερικό ωστόσο χωρίς να έχει βρει γόνιμο έδαφος για να παρουσιαστεί στην Ελλάδα είναι κατ’ εμέ η μεγάλη πρόκληση.

Το γεγονός της δόμησης ενός προγράμματος σε θεματικές και όχι σε ατάκτως εριμμένες εκδηλώσεις είναι επίσης ζητούμενο για τη διαμόρφωση ταυτότητας, στίγματος του φεστιβάλ κι άρα και κοινού, το οποίο ακόμη κι όταν δεν υπάρχει μπορείς να το διαμορφώσεις, να το εκπαιδεύσεις, να το δημιουργήσεις τελικά. Στόχο αποτελεί η δική μας ποιοτική αναβάθμιση κατά κύριο λόγο και η προσφορά πολιτιστικής τροφής ευρέως πεδίου στο κοινό που μας ακολουθεί. Έχουμε καταφέρει έτσι να δηλώσουμε μια δυναμική παρουσία στα μουσικά κυρίως δρώμενα των θερινών μηνών, λειτουργώντας αυτόνομα και όχι επικουρικά. Αυτή η αυτονομία και η έλλειψη οποιασδήποτε παθογένειας είναι που μας επέτρεψε να διατηρήσουμε τα υψηλά μας standards ακόμη και τα δυο τελευταία χρόνια που η κρίση ρίχνει βαριά τη σκιά της παντού, αφού δεν είναι μόνο οικονομική αλλά αφορά και στις αξίες της κοινωνίας. Για μένα είναι σαφές πως και τα φεστιβάλ δεν βιώνουν μόνο την οικονομική κρίση, αλλά κι αυτή της μερικής αλλοτρίωσης, του φόβου, της έκπτωσης, της ανασφάλειας που ξεπηδούν από αρκετούς καλλιτέχνες εν τέλει που είχαν στηρίξει με λάθος τρόπο το έργο τους. Δεδομένων και των προβλημάτων που ξεκινούν από την ασάφεια σε σχέση με το ρόλο της πολιτείας στη διοργάνωση αντίστοιχων θεσμών – ο οποίος ρόλος κατά τη γνώμη μου οφείλει να είναι κυρίως οργανωτικός και οικονομικός – αντιλαμβάνεστε ότι τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ, χωρίς ωστόσο να δημιουργούν συνθήκες απαγορευτικές. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, η επιτυχία ενός θεσμού βασίζεται στη σωστή δουλειά, κάτι που έχει να κάνει τόσο με την εμπειρία και το πάθος των διοργανωτών όσο και με την καλή γνώση των ιδιαιτεροτήτων και δυνατοτήτων που σου δίνει το πεδίο δράσης σου.

Το Sani Festival, για παράδειγμα, πραγματοποιείται εκτός πρωτεύουσας, σε εγκαταστάσεις ενός ιδιωτικού resort, κι αυτές οι δυο παράμετροι παίζουν – έπαιξαν – ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας και της αναγνωρισιμότητάς του. Με πολύ κόπο καταφέραμε – αρκετά νωρίς – το φεστιβάλ αυτό να αποκτήσει μια συγκεκριμένη ταυτότητα, μια διεθνή υπόσταση, να μην είναι ένα φεστιβάλ που γίνεται σε μια μικρή, μη αναγvωρίσιμη βουλίτσα του γεωγραφικού αλλά και πολιτιστικού χάρτη της χώρας μας. Η ανάδειξη και ανάπτυξη της περιοχής στην οποία πραγματοποιείται ήταν και συνεχίζει να είναι σημαντικός στόχος. Ξεχωρίσαμε από τα φεστιβάλ που χρηματοδοτούνται από ΟΤΑ και που συχνά πέφτουν σε παγίδες πολιτικών εξυπηρετήσεων, χωρίς να έχουν ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό στίγμα. Κάποιος μπορεί να διαλέξει να αναπτύξει ένα καλά δομημένο πολιτιστικό προϊόν σχετικά με τα έθιμα, παράδοση ή /και λαογραφία της περιοχής του, το οποίο είναι απολύτως θεμιτό και σημαντικό εφόσον κάποια από τα στοιχεία αυτά αποτελεί πλεονέκτημα. Κάποιος μπορεί να αποφασίσει να ακολουθήσει διαφορετικό δρόμο, προς την πρωτοπορία, το νεωτερισμό, τον πειραματισμό για την ανάδειξη μιας περιοχής. Νομίζω πως αυτό που οφείλουμε να έχουμε σε κάθε περίπτωση είναι μάτια και αυτιά ανοιχτά.

Και όποιος κι αν εμπλέκεται σ’ αυτήν τη δημιουργική πορεία είναι καλοδεχούμενος, είτε αυτό ορίζεται ως συμμετοχή ενός ΟΤΑ είτε άλλης ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ο ξεκάθαρος στόχος, η ταυτότητα ενός φεστιβάλ, η έμπνευση και η εμπειρία, μαζί με τη γνώση των δυσκολιών και τη διάθεση για δουλειά μπορούν να οδηγήσουν σε ένα επιτυχημένο μοντέλο που δεν έχει να ζηλέψει πολλά από παρόμοια του εξωτερικού. Απόδειξη η ευρεία αποδοχή του δικού μας φεστιβάλ και η επιτυχία που απολαμβάνει, την οποία μπορεί σε πρώτο επίπεδο να αποτιμώ συναισθηματικά, με το χειροκρότημα του κοινού, όταν σβήσουν όμως τα φώτα εξετάζω όλους τους υπόλοιπους παράγοντες που τη συνιστούν – όροι οικονομικοί, εισιτήρια και χορηγίες, επικοινωνία και προβολή – καθώς δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να κρίνεις επαγγελματικά και αντικειμενικά την επιτυχία μιας διοργάνωσης.

Οφείλεις επίσης κάθε φορά να εκτιμάς διαφορετικά τα δεδομένα και να προσαρμόζεις το πρόγραμμά σου. Όταν, ας πούμε, λόγω κρίσης η χορηγία αποτελεί αγαθό πολυτελείας, δεν μπορείς να κάνεις δαπανηρές μετακλήσεις αλλά να αναζητάς εναλλακτικές λύσεις που πάντα υπάρχουν. Όταν επίσης το κοινό δεν μπορεί να σε ακολουθήσει σε κάθε σου βήμα όπως τα προηγούμενα χρόνια, πρέπει να το έχεις οσφριστεί ώστε το ρίσκο σου να είναι μικρότερο και να μην επηρεάζει την υπόσταση της ίδιας της διοργάνωσης. Οφείλεις φυσικά και να ανοιχτείς προς άλλους χώρους που ενδεχομένως θα μπορούσαν να σε στηρίξουν, όπως η προσέλκυση ξένου ή εσωτερικού τουρισμού, με την προϋπόθεση πάντα ότι έχεις χτίσει ένα προϊόν που έχει ξεκάθαρο στίγμα, στόχο και ταυτότητα. Άπαξ και υπάρχουν αυτά τα στοιχεία μπορείς να προσελκύσεις το κοινό-στόχο σου και να το διευρύνεις ακόμη, χρησιμοποιώντας σωστά τα μέσα επικοινωνίας – όχι μόνο τα παραδοσιακά όπως ο Τύπος και η τηλεόραση αλλά και τα social media, αφού κάθε μέσο έχει το ρόλο του και το κοινό του.

Αυτό, όμως, που πάνω απ’ όλα πρέπει να έχει κανείς στο μυαλό του είναι να ικανοποιηθεί το ακροατήριό του. Προσωπικά, αυτό που επιθυμώ και θεωρώ επιτυχία είναι η μέθεξη μεταξύ καλλιτέχνη, καλλιτεχνικής δημιουργίας και κοινού την ώρα της ζωντανής αυτής επαφής. Όταν αυτό επιτευχθεί, η επιτυχία είναι εκεί και αγκαλιάζει τον κόσμο που παρακολουθεί, τη νιώθεις αυτήν τη ζεστασιά όταν συμβαίνει!

Info: Η Όλγα Ταμπουρή-Μπάμπαλη είναι καλλιτεχνική διευθύντρια του Sani Festival