Ο Πέτρος Κλαμπάνης μιλάει στο Culturenow για το μουσικό ταξίδι του στον κόσμο της τζαζ …

και το Φεστιβάλ Τζαζ στην Ζάκυνθο.

Συνέντευξη στην Λίλιαν Αλεξάκου

C. N.: Το φεστιβάλ τζάζ στην Ζάκυνθο πραγματοποιήθηκε με δική σου πρωτοβουλία;

Πέτρος Κλαμπάνης: Εγώ με δύο καλούς παιδικούς μου φίλους από τη Ζάκυνθο ο Σπύρος Μάνεσης και ο Διονύσης Μπουκουβάλας διοργανώσαμε το Φεστιβάλ Τζαζ Ζακύνθου. Φέτος πραγματοποιείται για τρίτη χρονιά, συμμετέχουν επτά σχήματα. Με το δικό μου συγκρότημα θα παρουσιάσω το άλμπουμ μου, CONTEXTUAL. Οι συναυλίες πραγματοποιούνται στο υπαίθριο θέατρο τη Δερματούσας το οποίο βρίσκεται σε ένα από τα πιο ειδυλλιακά σημεία του νησιού. Φέτος την διοργάνωση έχει αναλάβει ο Δήμος της Ζακύνθου και αυτή η πρωτοβουλία είναι αξιέπαινη, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς τις οικονομικές δυσκολίες που υπάρχουν φέτος.

C. N.: Πώς ανακάλυψες την αγάπη σου για την μουσική και την τζαζ;

Π. Κ.: Οι γονείς μου είχαν αγοράσει ένα ηλεκτρικό αρμόνιο για την αδελφή μου, το οποίο τελικά έγινε το αγαπημένο μου παιχνίδι-παρόλα τα παράπονα της αδελφής μου που το χρειαζόταν για να εξασκηθεί. Συνέχισα με μαθήματα κλασσικού πιάνου και θεωρητικών σε ωδεία στη Ζάκυνθο, από όπου κατάγομαι. Μεταξύ αυτών ήταν το Κάλβειο μουσικό σχολείο, του μεγάλου Ζακυνθινού και αγαπημένου μου δάσκαλου και συνθέτη, Δημήτρη Λάγιου. Αφού τελείωσα το σχολείο, πήγα στην Αθήνα. Μετά από μια μικρή στάση στο Πολυτεχνείο στο τμήμα της Ναυπηγικής, συνέχισα τις σπουδές μου στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου. Η αγάπη μου για τη τζαζ και τον αυτοσχεδιασμό είχε ήδη εκδηλωθεί μερικά χρόνια νωρίτερα. Στην Αθήνα είχα την τύχη να έχω δασκάλους σημαντικούς εκπροσώπους της τζαζ στη χώρα μας, όπως το Γιώτη Κιουρτσόγλου και το Σύλβιο Σύρρο.

C. N.: Τι θυμάσαι από τον Δημήτρη Λάγιο;

Π. Κ.: Ο Δημήτρης Λάγιος ήταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής και ιδρυτής του Κάλβειου Ωδείου, στο οποίο έκανα τα πρώτα μου μουσικά μαθήματα. Είχα ξεκινήσει με πιάνο και παράλληλα έκανα θεωρία της μουσικής. Εκείνη την περίοδο ο Δημ. Λάγιος δεν δίδασκε, αλλά πάντα φρόντιζε να έχει προσωπική σχέση με τους μαθητές του ωδείου, πράγμα που τον έκανε πολύ συμπαθή. Η αγάπη που έτρεφε για τη Ζάκυνθο και τη μουσική της φαινόταν και στο ενδιαφέρον του για τη μουσική πρόοδο των μαθητών και μελλοντικών μουσικών. Το έργο του, όσον αφορά στη μουσική καταγραφή και ανάδειξη της Ζακυνθινής κληρονομιάς, είναι πολύ μεγάλο.  Η μουσική του μου άρεσε από τότε. Θυμάμαι πως όταν είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος του, Ερωτική Πρόβα, μάθαινα να παίζω στο πιάνο τα τραγούδια του. 

C. N.: Γιατί έφυγες από την Αθήνα και πήγες στο Άμστερνταμ;

Π. Κ.: Μετά από 6 εντατικά χρόνια στην Αθήνα, αποφάσισα να συνεχίσω στο Άμστερνταμ. Είχα ακούσει πως το τζαζ τμήμα στη μουσική Ακαδημία του \’Αμστερνταμ ήταν υψηλό. Η απόφασή μου να «ξενιτευτώ», δικαιώθηκε. Στο Conservatorium van Amsterdam γνώρισα εξαιρετικούς μουσικούς, δασκάλους αλλά και μαθητές. Είχα την τύχη να κάνω μαθήματα τα οποία ήταν η αφορμή να εκβαθύνω τη σχέση μου με τη μουσική.

C. N.: Ο Yuri Honing που  έχει έρθει τρεις φορές στο φεστιβάλ τζαζ στην τεχνόπολη ήταν καθηγητής σου στην μουσική Ακαδημία του Αμστερνταμ;

Π. Κ.: Το μάθημά του Yuri Honing απευθυνεται σε μαθητές όλων των οργάνων, παρόλο που ο ίδιος είναι σαξοφωνίστας. Αυτός ήταν ένας λόγος που έκανε το μάθημα τόσο ενδιαφέρον. Οι συζητήσεις που γίνονταν δεν αφορούσαν μόνο στο τεχνικό μέρος της μουσικής πράξης, όπως γίνεται στα περισσότερα μαθήματα σε μια μουσική Ακαδημία. Αντίθετα είχαν να κάνουν με την αμιγώς καλλιτεχνική πλευρά της μουσικής και του αυτοσχεδιασμού. Ο Yuri μας προκαλούσε να σκεφτούμε όχι μόνο ως οργανοπαίχτες, αλλά ως συνθέτες που αρθρώνουν, μέσω του αυτοσχεδιασμού,  μουσικό λόγο επί τόπου! Αυτό από μόνο του ως εγχείρημα είναι μια μεγάλη πρόκληση για το δάσκαλο. Ο Υuri με το πάθος του-που συχνά μεταφραζόταν και σε αυστηρότητα…- κατάφερε να μας κάνει να ανακαλύψουμε «μουσικούς τόπους» άξιους προς εξερεύνηση οι οποίοι πάντα θα αποτελούν αφορμή για μελέτη και προσωπική μουσική πρόοδο. Για το λόγο αυτό του είμαι ευγνώμων.

C. N.: Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην σύνθεση και τον αυτοσχεδιασμό;

Π. Κ.: Πιστεύω πως στην ιδανική τους μορφή, οι δύο αυτές έννοιες δε διαφέρουν στη μουσική. Η σύνθεση όπως και ο αυτοσχεδιασμός είναι μουσική δημιουργία. Αυτό που συχνά εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε αυτούς τους όρους, μπορεί να γίνει αντιληπτό με τον εξής παραλληλισμό. Αν η μουσική είναι λόγος, τότε ο αυτοσχεδιασμός είναι ο προφορικός λόγος και η σύνθεση, ο γραπτός. Τα δύο στοχεύουν στη μουσική έκφραση, αλλά από διαφορετική σκοπιά. Ο αυτοσχεδιασμός έχει τη γοητεία του αυθόρμητου και εκφράζει άμεσα τη χρονική στιγμή και τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιείται. Από την άλλη, η σύνθεση μπορεί, εν δυνάμει, να εκφράσει το βάθος της σκέψης και την κατασκευαστική μαεστρία του δημιουργού, επειδή αυτός έχει την πολυτέλεια του χρόνου .Με αυτή τη λογική, ο αυτοσχεδιασμός και η σύνθεση είναι ακριβώς η ίδια διαδικασία και αυτό που διαφέρει είναι το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο πραγματοποιούνται. 

C. N.: Στην σχολή δημιουργούνται ευκαιρίες για συνεργασίες και συναυλίες;

Π. Κ.: Η σχολή για μένα εκτός από το ρόλο που είχε ως χώρος γνώσης, έπαιξε και το ρόλο ενός ισχυρού δικτύου γνωριμιών. Παράλληλα με εμένα στο χώρο αυτό σπούδαζαν μαθητές από όλο τον κόσμο. Είναι πολύ εντυπωσιακό για κάποιον που έρχεται από την Ελλάδα, να αρχίσει ξαφνικά να παίζει με ένα ντράμερ από το Μεξικό, ένα πιανίστα από την Ινδονησία και ένα σαξοφωνίστα από την Αργεντινή… Η πολυπολιτισμικότητα, που κάποιος έτσι κι αλλιώς θα εντοπίσει και στην κοινωνία του Άμστερνταμ, είναι πολύ γόνιμη, ιδιαίτερα όταν έχει να κάνει με την τέχνη. Οι γνωριμίες μου, εντός και ύστερα εκτός της σχολής, είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία γκρουπ με τα οποία έκανα συναυλίες στην Ολλανδία, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και με κάποια από αυτά ηχογραφήσαμε albums ή ακόμα κερδίσαμε μουσικούς διαγωνισμούς.

C. N.: Τώρα γιατί είσαι στην Νέα Υόρκη;

Π. Κ.: Σύντομα θα κλείσω 4 χρόνια εδώ. Πάντα μου άρεσε η ιδέα να έρθω σε αυτή την πόλη για την οποία όλοι μας τόσα ακούμε και βλέπουμε. Το γεγονός ότι ασχολούμαι με τη τζαζ έκανε αυτή τη διάθεση ακόμα πιο ισχυρή.

Στην πόλη αυτή, που υπήρξε ο τόπος της μεγάλης άνθισης της τζαζ στις δεκαετίες του ΄40 ως και ΄60, η μουσική ζωή παραμένει πολύ έντονη. Το επίπεδο αρτιότητας των μουσικών εδώ είναι εντυπωσιακό-πράγμα που κάνει την πόλη τόσο ενδιαφέρουσα για ένα μουσικό, όσο και δύσκολη, λόγω του εκτεταμένου ανταγωνισμού. Ένα από τα πιο ωραία πράγματα που προσφέρει η Νέα Υόρκη σε αυτούς που ενδιαφέρονται για την τέχνη, είναι τα πολλά μέρη που μπορεί κάποιος και να παρακολουθήσει καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Δε νομίζω πως υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο με τόσους συναυλιακούς χώρους -από μικρά τζαζ κλαμπ ως χώρους σαν το Carnegie Hall ή το Lincoln Center- με τόσα μουσεία και γκαλερί, με τόσες Ακαδημίες Τέχνης υψηλού επιπέδου και τόσα θέατρα.

Επίσης εδώ είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά και τους Έλληνες εκπροσώπους της τζαζ της ΝΥ, για τους οποίους είχα ακούσει νωρίτερα πολύ καλά λόγια. Μεταξύ αυτών είναι ο βιμπραφωνίστας Χρήστος Ραφαηλίδης και ο ηλεκτρικός μπασσίστας Παναγιώτης Ανδρέου. Όπως διαπίστωσα πρόκειται για πολύ σπουδαίους μουσικούς, που από την πρώτη στιγμή έδειξαν ενδιαφέρον να με κατατοπίσουν στα μουσικά πράγματα της πόλης.  Εκτός όμως από τους Έλληνες της τζαζ υπάρχουν πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες που ασχολούνται με άλλα είδη. Έχω γνωρίσει πολλούς ηθοποιούς, χορευτές καθώς και καλλιτέχνες των εικαστικών και της κλασσικής μουσικής.

C. N.: Ωδείο Φίλιππος Νάκας, Athenaeum, Conservatorium van Amsterdam, Νέα Υόρκη πώς συνδέονται οι σπουδές σου;

Π. Κ.: Οι καθηγητές μου, Σύλβιος Σύρρος και Γιώτης Κιουρτσόγλου, μου έδωσαν τις πληροφορίες που με έκαναν να καταλάβω τα βασικά στοιχεία της μουσικής αυτής. Μαζί τους έμαθα για τον ήχο, το ρυθμό, τη μελωδία, την αρμονία, τον αυτοσχεδιασμό, καθώς και να ξεχωρίζω τα στυλ της τζαζ.
H πιο σημαντική διαφορά που διαπίστωσα στις σπουδές μου στο εξωτερικό, ήταν ο βαθμός εξειδίκευσης. Άρχισα να κάνω μαθήματα όπως ενορχήστρωση για Big Band, μοντέρνα αρμονία, Ινδική μουσική στη τζαζ, ανάλυση σε συνθέσεις μεγάλων μουσικών της τζαζ. Οι γνώσεις που είχα ήδη αποκτήσει στην Ελλάδα, εξελίχθηκαν λόγω των νέων πληροφοριών που μου δόθηκαν.

C. N.: τα ταξίδια και οι εμπειρίες είναι απαραίτητα στοιχεία για την εξέλιξη ενός καλλιτέχνη ή και απομονωμένος δημιουργεί αριστουργήματα σαν εσωτερική ανάγκη;

Π. Κ.: Νομίζω πως η δημιουργία είναι η έκφραση μιας εσωτερικής διαδικασίας. Ο κάθε καλλιτέχνης έχει το δικό του τρόπο να αντλεί έμπνευση. Θα μπορούσα να σκεφτώ έναν συνθέτη που σε κάποια φάση της ζωής του είναι απομονωμένος και δημιουργεί. Πιστεύω πως υπάρχουν αρκετά τέτοια παραδείγματα στην ιστορία της μουσικής.

Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι τι λειτουργεί για μένα. Τα ταξίδια πάντα με βοηθούν να βρίσκω καινούργια ερεθίσματα. Ακόμα και ένα ταξίδι μακριά από τη μουσική μπορεί να αποδειχθεί ιδιαίτερα γόνιμο…

C. N.: είναι αλήθεια ότι οι νέοι θέλουν να φύγουν από την Ελλάδα;

Π. Κ.: Κατ\’ αρχήν νομίζω πως οι νέοι Έλληνες αγαπούν τη χώρα τους. Ίσως το γεγονός ότι γενικά ως λαός είμαστε αρκετά γκρινιάρηδες να δημιουργεί μια εικόνα που δηλώνει το αντίθετο, πράγμα που δεν πιστεύω πως ισχύει.

Κατά τη γνώμη μου αυτό που συμβαίνει είναι ότι ένα μεγάλο ποσοστό  νέων έχει κουραστεί από την ελληνική πολιτισμική και οικονομική πραγματικότητα που βιώνει καθημερινά. Όλο και περισσότεροι νέοι καλλιτέχνες  παίρνουν την απόφαση να φύγουν στο εξωτερικό, είτε για να συνεχίσουν τις σπουδές τους είτε για να βρουν δουλειά.

Από την άλλη μεριά κάποιος που ζει στο εξωτερικό καταλαβαίνει τι άφησε πίσω. Σύντομα θα νιώσει νοσταλγία για τις ομορφιές της χώρας του, για το κλίμα για τους ανθρώπους. Νομίζω πως στα χρόνια που έρχονται μεγάλο ποσοστό νέων που ήδη έχουν φύγει η σκοπεύουν να φύγουν στο εξωτερικό, θα επιστρέψουν στην Ελλάδα και αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ένα πολύ γόνιμο «μπόλιασμα» όσον αφορά στα περί της τέχνης στη χώρα μας.  

C. N.: Η τεχνολογία και το διαδίκτυο βοηθάει στην προώθηση της μουσικής ή κυρίως οι δισκογραφικές εταιρείες;

Π. Κ.: Θεωρώ πως το internet είναι ένα πάρα πολύ ισχυρό μέσο για την προώθηση ενός μουσικού προϊόντος. Η αλήθεια είναι πως οι δισκογραφικές εταιρίες στην Ελλάδα δεν το έχουν χρησιμοποιήσει όσο αυτές στο εξωτερικό. Θεωρώ πώς το ενδιαφέρον της μουσικής βιομηχανίας έχει σαφώς μετατοπιστεί κατά πολύ στο internet. Ήδη τα διαδικτυακά “μαγαζιά” στα οποία κάποιος μπορεί να κάνει download έναντι κάποιου χρηματικού ποσού, έχουν αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τα δισκοπωλεία και η ψηφιακή, mp3 μορφή της μουσικής, εκτοπίζει το cd.

Όσο περισσότερο χρησιμοποιούμε το internet, τόσο αυτό θα γίνεται μέσο διανομής, πώλησης και διαφήμισης της μουσικής. Έχοντας αυτό υπ όψην μου, επιδιώκω να χρησιμοποιώ τόσο τον παραδοσιακό τρόπο όσο και το internet για την προώθηση της μουσικής που έχω ηχογραφήσει και που πρόκειται να ηχογραφήσω.

C. N.: Ποια είναι τα σχέδια σου;

Π. Κ.: Φέτος κυκλοφόρησε η πρώτη μου προσωπική δισκογραφική δουλεία με τίτλο CONTEXTUAL από την εταιρεία INNER CIRCLE MUSIC στη Νέα Υόρκη. Σε αυτή συμμετέχουν κορυφαίοι μουσικοί της Νεοϋορκέζικης Τζαζ σκηνής, όπως η εξαιρετική τραγουδίστρια Gretchen Parlato, ο εκπληκτικός κιθαρίστας Paul Bollenback και ο εξίσου εκπληκτικός πιανίστας David Berkman. Είχα τη χαρά να παρουσιάσω το CONTEXTUAL με μεγάλη επιτυχία 2 φορές στη Νέα Υόρκη και αυτό το καλοκαίρι θα το παρουσιάσω στην Ελλάδα στα Φεστιβάλ Τζαζ Ζακύνθου και Καλαμάτας. Το φθινόπωρο θα συνεχίσω τις συναυλίες με αυτό το project στη Νέα Υόρκη και σκοπεύω να κάνω εμφανίσεις σε κάποια φεστιβάλ της Ευρώπης.