Η Πινακοθήκη Κυκλάδων στην Ερμούπολη της Σύρου εγκαινιάζει την αναδρομική έκθεση ζωγραφικής της Μαρίας

Κτιστοπούλου με τίτλο «Στιγμές πορείας» το Σάββατο 2 Ιουλίου 2011, στις 20.30 το βράδυ.

 

Ο χώρος στον οποίο η ζωγράφος εκθέτει μια σειρά αντιπροσωπευτικών έργων από  την μέχρι σήμερα εικαστική της πορεία, έχει την δική του ιστορία. Πρόκειται για το πετρόκτιστο οικοδόμημα του 19ου αιώνα, το οποίο αποτελεί ένα αυτόνομο και σπουδαίο έργο αρχιτεκτονικής, πάνω στο λιμάνι της Ερμούπολης, της πρωτεύουσας των Κυκλάδων που τα τελευταία χρόνια, με βάση τον θεσμό «Ερμουπόλεια», παρουσιάζει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες πολιτιστικές δραστηριότητες.

 

Για τον μήνα Ιούλιο, ο Δήμος της Ερμούπολης επέλεξε να αναδείξει στο ευρύ κοινό, μια ξεχωριστή εικαστική δημιουργό, την Μαρία Κτιστοπούλου, που έχει διανύσει μέχρι σήμερα μια γόνιμη πορεία στην ζωγραφική, από τα μέσα ήδη της δεκαετίας του ΄80, συνεχίζοντας με τα έργα της να παρουσιάζει πάντοτε νέες εκφραστικές εκδοχές, σχετικά με την φύση και την ανθρώπινη περιπέτεια, ως αντανάκλαση της μιας παραμέτρου στην άλλη.

 

Η Μαρία Κτιστοπούλου έχει δημιουργήσει αρκετές ενότητες και περιόδους στην ζωγραφική της, χρησιμοποιώντας έναν συνδυασμό ιδιωμάτων, εμπνευσμένων από τον μετεμπρεσσιονισμό, τον εξπρεσσιονισμό, τον κυβισμό, την χειρονομιακή αφαίρεση και τον σύγχρονο παραστατικό ρεαλισμό, που νοηματοδοτείται διαφορετικά κάθε φορά, ανάλογα με τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενά του.

 

Στην παρούσα έκθεση, την οποία επιμελείται η Κριτικός & Ιστορικός Τέχνης κ. Αθηνά Σχινά, ο θεατής μπορεί να δει έργα όλων των σταδίων της ζωγράφου, η οποία χρησιμοποιεί την ευχέρεια που διαθέτει στις τεχνικές και στα υλικά, ως μέσον και όχι ως αυτοσκοπό. Η συγκεκριμένη επιλογή έγινε με στόχο αφενός τα έργα της Μαρίας Κτιστοπούλου να συνομιλήσουν με τον εσωτερικό αρχιτεκτονικό χώρο και τον χαρακτήρα του κτιρίου που στεγάζει την «Πινακοθήκη Κυκλάδων», αφετέρου να αναδειχθεί η εσωτερική, βαθύτερη συνέπεια και αλληλουχία, (σε αισθητικό, φιλοσοφικό και εικαστικό επίπεδο) ανάμεσα στις περιόδους, στην μορφολογία και στην θεματογραφία της δημιουργού.

 

 

 

Τα εικαστικά στάδια μιας εξελισσόμενης πορείας

 

Η έννοια της «αναδρομής» στην εικαστική εξέλιξη ενός εικαστικού δημιουργού, όταν μάλιστα αυτός εξακολουθεί να είναι πνευματικά και καλλιτεχνικά δραστήριος, αποκτά στις μέρες μας ένα διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό που του αποδίδαμε σε προηγούμενες δεκαετίες. Μια αναδρομική έκθεση, όπως η εφετινή που παρουσιάζεται από τον Δήμο Ερμούπολης προς τιμήν της Μαρίας Κτιστοπούλου στην «Πινακοθήκη   Κυκλάδων» της Σύρου, λειτουργεί ως διάθεση αναζωπύρωσης της μνήμης στα στάδια που η ζωγράφος μέχρι σήμερα διήνυσε, αναπτύσσοντας τους προβληματισμούς της και συνεχίζοντας την διεύρυνση, καθώς και την εμβάθυνσή τους, σε μια επόμενη φάση της δουλειάς της, αφ’ ης στιγμής η πρώτη μεγάλη και πολύπτυχή της αυτή ενότητα, δείχνει να έχει ολοκληρωθεί.

 

Είναι παράδοξο, αν σκεφτεί κανείς πόσο εύκολα στις μέρες μας η ατομική μνήμη εξασθενεί, παρ’ ότι εφηύραμε και διαθέτουμε ποικίλους ηλεκτρονικούς μηχανισμούς αποθήκευσής της. Η αίσθηση αυτού του τύπου αποθήκευσης, ταυτίζεται με την «απαλλαγή» από τα φορτία που η μνήμη μεταφέρει, τα οποία πληροφοριακά μόνον επιλέγουμε και χρησιμοθηρικά ανακαλούμε, αδυνατίζοντας την συναίσθηση, – αν βασιστούμε στον κανόνα που θέλει την ανθρώπινη μνήμη, ως υποστύλωμα και θεμέλιό της. Στην συνέχεια, διαφοροποιούμε και το είδος των κριτηρίων με τα οποία συγκροτούμε τις εκάστοτε απόψεις μας, αποδεχόμενοι αναγκαστικά πως καμιά «διευκόλυνση» δεν μπορεί να αποποιηθεί το τίμημά της. Το τίμημα των όποιων απωλειών αναζητούμε ως ανάγκη (προκειμένου να επανατοποθετηθούμε απέναντι σε ζωτικά ζητήματα, όπως είναι αυτά της τέχνης), καθιστά κάποτε μέχρι και απαραίτητες, ενός τέτοιου σκεπτικού «αναδρομές».

 

Ορισμένα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Μαρίας Κτιστοπούλου, ως εικαστικής δημιουργού, είναι η εντυπωσιακή σχεδιαστική της ικανότητα, η αίσθηση και ο άνετος χειρισμός των χρωματικών της συνδυασμών πάνω σε οποιασδήποτε μορφής επιφάνεια και με κάθε είδους υλικά. Θα τόνιζα επίσης την επιδεξιότητά της στον δομοσυστατικό και συνθετικό έλεγχο της φόρμας και του χώρου, του φωτός και του τρόπου γραφής, μέσα απ’ όπου η ζωγράφος εξεικονίζει τα θέματά της. Με άλλα λόγια, στην διαδρομή των ετών της καλλιτεχνικής της πορείας, εμφανίζεται να ελέγχει απόλυτα την δύναμη, τις ποιότητες και την εκφραστικότητα των μέσων της, κατορθώνοντας κάθε φορά να αποδίδει μια νοηματική και αισθητική ιδιαιτερότητα στην υφή και στον χαρακτήρα όσων φέρνει στο εικαστικό προσκήνιο, υποβάλλοντας στον θεατή την ατμόσφαιρα που επιδιώκει, έτσι ώστε εμμέσως να διεγείρει τον στοχασμό, δραστηριοποιώντας παράλληλα την φαντασία του.
Η Μαρία Κτιστοπούλου μπορεί να εμφανίστηκε εκθεσιακά στον χώρο της τέχνης από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, αλλά τα έργα που είχε φιλοτεχνήσει κατά το προηγούμενο διάστημα (1985 – 90), χρίζουν ιδιαίτερης επισήμανσης, καθώς σ’ αυτά διακρίνεται η ευρηματικότητα και η τόλμη της, η περιεκτικότητα και η πληρότητα ουσίας, η λιτότητα και ο εσωτερικός τους δυναμισμός, όπως τον αποδίδουν τα αυτόνομα και ολοκληρωμένα της σχέδια, αλλά και οι πίνακές της (έργα στην πλειονότητά τους αδημοσίευτα).

 

 

Σ’ αυτήν την πρώιμη περίοδο, εντοπίζεται μια εξπρεσσιονιστική γραφή, αλλά με χρωματικές κατανομές μετεξπρεσσιονιστικού τύπου, μετουσιωμένες σε μια μελετημένη και χειρονομιακή εντέλει αφαίρεση, η οποία δηλώνει την βαθειά αφομοίωση της ζωγράφου, των πιο σημαντικών μοντερνιστικών κινημάτων, τα οποία εμπλουτίζει και μεταπλάθει με προσωπικές εκδοχές, όπως φαίνεται ειδικά στις ενότητες «’Οστρακα» (1989), «Ιχθύες» (1990) και «Μεταλλάξεις» (1990). Από την άλλη πλευρά, στοιχεία του μετακυβισμού, όσον αφορά στην διαπραγμάτευση του χώρου, συνδυάζονται με αιτήματα του σύγχρονου ρεαλισμού, καθώς επιδίωξη της Μαρίας Κτιστοπούλου, ήδη από τότε, ήταν η αναγνωρισιμότητα των θεμάτων της να λειτουργεί πάντοτε ως εφαλτήριο για την «αφηγηματική» ή την συνειρμική «πλοκή» της εικόνας και ποτέ ως δεξιοτεχνικός αυτοσκοπός.

 

Ένα από τα έργα – σταθμούς της πρώτης εκθεσιακής της περιόδου, είναι το «Πλήθος» (1990). Πρόκειται για ένα πολύπτυχο, φιλοτεχνημένο με κάρβουνο σε χαρτί. Το σύνολο του έργου αποτελείται από 22 αυτονομημένες, μέσα από τον σχεδιασμό τους, συνθέσεις (διαστάσεων η κάθε μια 1,80Χ0,50μ.), οι οποίες ομαδικά παρουσιαζόμενες, αλληλεπενεργούν η μια στην άλλη, διαμορφώνοντας μια αλυσσιδωτή φρίζα, όπου τα διαρθρωτικά συναρτώμενα τμήματα που ως «εγκατάσταση» (installation) την απαρτίζουν, δημιουργούν στον χώρο διαδραστικές σχέσεις με τον θεατή.

 

Οι όρθιες ή καθιστές ολόσωμες φιγούρες σε άσπρο φόντο, παριστάνουν γυναίκες, άνδρες και παιδιά κάθε ηλικίας, που ενσαρκώνουν μια χαρτογράφηση τύπων της καθημερινότητας ή ένα διερωτηματικό αντικατόπτρισμα ψυχοσυναισθηματικής ανθρωπομετρίας. Από τις θέσεις και τις στάσεις τους οι φιγούρες αυτές (που έχουν το μέγεθος και το χωροπλαστικό εκτόπισμα των θεατών), συγκροτούν την σκηνή και το παρασκήνιο της «θέασης», υπαινισσόμενες (άλλοτε κρύβοντας και πότε μαζί αποκαλύπτοντας) τις προθέσεις, τις επιθυμίες ή τις ματαιώσεις των άτυπων και ακατάγραφών τους «ιστοριών» ζωής.

 

 

Το έργο – ορόσημο της επόμενης ομάδας έργων της Μ. Κτιστοπούλου, είναι το «Βλέμμα της Σκιάς» (1994). Η μορφή γεννιέται και γεννά τον χώρο μέσα στον οποίο παγιδεύεται, ενώ διαρκώς φαντάζει εκείνη να αποσκιρτά. Στο βλέμμα επικεντρώνεται πλέον ο προβληματισμός της ζωγράφου, καθώς αυτό λειτουργεί ως σημαίνον και σημαινόμενο, ενσωματώνοντας (με διάθεση πραγματογνωσίας και αλληγορίας), τα φώτα και τις σκιές που εκείνο κάθε φορά από την ψυχοσυναισθηματική του ενδοχώρα, μεταφέρει. Είναι βλέμμα άλλοτε σκιώδες και μυστήριο, πότε διαπεραστικό και επίμονα σιωπηλό ή αγωνιώδες και αινιγματικό, όπως παρουσιάζεται στην σειρά «Οίκος» (1993) και (1994), στην «Απομόνωση» (1994), στο «Άνοιγμα» (1994), αλλά και στην εξαίρετη «Κρύπτη» (1994), ένα από τα έργα που εκπροσώπησαν την Ελλάδα στην ανάληψη της Προεδρίας της (1997), στις Βρυξέλλες.

 

Στην προαναφερθείσα ομάδα, που διαρκεί μέχρι το τέλος περίπου της δεκαετίας, με μικρότερων διαστάσεων έργα ή μνημειακά στο ύψος και στην αντίληψη φιλοτέχνησής τους, η Μ. Κτιστοπούλου εκτός της ζωγραφικής χρησιμοποιεί (και επεξεργασμένα παρενθέτει) ορισμένα objects trouvés, όπως είναι παλιές πόρτες από γκρεμισμένα νεοκλασικά σπίτια, με ξύλινο σκελετό και μεταλλικές λαβές ή κιγκλιδώματα, επιτείνοντας τον θεατρικά δραματουργικό τρόπο απόδοσης των μορφών της και των βλεμμάτων τους.

 

Των βλεμμάτων, που λειτουργούν ως διαλεκτικά στοιχεία ανάμεσα στην εσωτερικότητα και στην εξωστρέφεια, στο παρελθόν που μεταφέρουν και στο παρόν που παριστάνουν, μέσα από τον «εγκλεισμό» τους και την διάθεση δραπέτευσης από την ιστορία τους στην μεταϊστορία,  η οποία εγγράφεται στο ύφος της παρατήρησης και στο φυσιογνωμικό είδος της ματιάς αυτών των «ειδώλων». Παράλληλα, με μεικτή τεχνική σε χαρτί και καμβά, εξακολουθεί από το 1985 μέχρι τουλάχιστον το 1995, να ζωγραφίζει η Μ. Κτιστοπούλου τα «πορτραίτα» της, εμπνεόμενη από ανθρώπους που νοηματοδοτούν το «περιβάλλον» της, εγγύτερο και ευρύτερο. Ο χώρος για την εικαστική αυτή δημιουργό, ταυτίζεται με την «φύση» και τα είδη αναγωγής της αντίληψης που διαμορφώνουμε. Είναι οι άνθρωποι που ενσαρκώνουν αυτόν τον χώρο και οι χρονικές τους στιγμές. Είναι οι αποσπασματικότητές τους και οι μεταλλαγές σ’ ένα «τοπίο» που εστιάζει και ταυτοχρόνως αποκαθηλώνει το βλέμμα.

 

Από το 1999, το «τοπίο» που ορίζει το βλέμμα, μεταφέρεται στις τονικές διακυμάνσεις του φωτός και στην αναθεώρηση της «προοπτικής» που διασυνδέει αλλά και διαχωρίζει την απορρέουσα αίσθηση από την επιζητούμενη πραγματογνωσία, σχετικά με την ψευδαίσθηση που αφορά το διερώτημα αλήθειας και πλάνης της «ομοίωσης». Πρόκειται για λεπτές ισορροπίες, που η Μ. Κτιστοπούλου τις μεταπλάθει σε τελετουργικούς εικονισμούς και συνέργειες της οπτικής με την απτότητα, όπου το φως σημασιοδοτεί τον χώρο. Έναν χώρο αλληγορικής αυτοσυνειδησίας, σχετιζόμενο με την «αγωγή» της παρατήρησης. Έναν χώρο δίσημο άλλωστε, που αφορά αφενός τις αποκομιζόμενες εντυπώσεις από εσωτερικά δωματίων ή από αναπεπταμμένα πεδία του εξωτερικού περιβάλλοντος, αφετέρου τις καταγραφές στην ψυχική ενδοχώρα μέσα από επάλληλες μνήμες που αυτή ανακρατεί, την ώρα που διαρκώς τις μεταβολίζει, αλλάζοντας τις σημασίες τους.

 

Το βάθος του ορίζοντα ανυψώνεται στους σωρούς των «φρούτων» της και των «καρπών της γης», όπως στο «Υγρό κόκκινο» (1999-2000), στον «Πόλεμο» (1999) και στο «Σάρωμα» (1999), για να μεταβεί κατόπιν στους γεωργημένους της «αγρούς» των ανοιχτών οριζόντων, όπως π. χ. στο «Ηλιοτρόπιο» (2000), στο «Άκαρπο» (2000), στο «Λιβάδι» (2000) κ.α.

 

Η γη και οι εποχές της, τα δέντρα και οι καρποί, οι κορμοί και τα φυλλώματα, οι ανθρώπινες παρεμβάσεις και οι απροσδόκητες φυσικές νομοτέλειες είναι ένας επόμενος θεματικός κύκλος της ζωγράφου, στον οποίο «μεταφράζει», μέσα από συμβολισμούς και αλληγορίες, την ατομικότητα και την συλλογική συνείδηση, την εγγύτητα και την απομάκρυνση, το εφήμερο και το επαναλαμβανόμενο με τις εγγενείς διαφοροποιήσεις και τα απρόσμενά τους. Η γραφή της ζωγράφου συνδυάζει τον ρεαλισμό και την αληθοφάνεια με τον μετεξπρεσσιονισμό και την ελευθερία της χειρονομιακής αφαίρεσης. Την συγκεκριμένη διαπίστωση επισημάναμε και σε παλαιότερες θεματικές της ενότητες, με μόνη τη διαφορά πως στα «τοπία» της αυτά αντιστρέφει συχνά τους όρους, έτσι ώστε τα πρώτα πλάνα να έχουν ηθελημένα λιγότερη ειλικρίνεια από τα δεύτερα, ενώ σ’ άλλα της έργα διαπλέκει η Μ. Κτιστοπούλου τις επιφάνειες, οδηγώντας τον θεατή σε μια υφέρπουσα δαιδάλωση που θυμίζει άτυπη σκακιέρα, αναδεικνύοντας την ποιοτική υφή της πινελιάς και στον λειτουργικό χαρακτήρα των υλικών.

 

Την μεγαλύτερη ελευθερία της εξπρεσσιονίζουσας γραφής, εντοπίζει κανείς στα «Πορτρέτα πλοίων» της (2002-5), όπου επιτείνεται ο αλληγορικός συμβολισμός ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή και στο καράβι. Ιστιοφόρα και ατμόπλοια, εμπορικά και επιβατικά σκάφη διαφόρων τύπων και μεγεθών αρμενίζουν σε ταραγμένες θάλασσες κι άλλοτε εμφανίζονται ελλιμενισμένα, με την προσδοκία της αναχώρησης ή με τον κάματο της περιπέτειας αποτυπωμένο στα σκαριά τους. Σκουριές και λάμψεις από δρομολόγια μακρινά και από ναυάγια, υπομνηματίζουν τον χρόνο, πότε ελπιδοφόρο και άλλοτε αδυσώπητο, καθώς γίνεται φως και χρώμα, συνδυάζοντας τον λυρισμό με την δραματικότητα, μέσα από εντάσεις που ποικίλουν σ’ αυτά τα θαλασσινά σονέτα της τρικυμίας, της αύρας και της αλμύρας.

 

Από το 2005 μέχρι και τα πιο πρόσφατα έργα της δημιουργού, το ενδιαφέρον της εστιάζεται περισσότερο στην έννοια της φυσικής και μεταφορικής καλλιέργειας της γης και του «εαυτού», σαν διάθεση μιας βαθύτερης συνειδητοποίησης. Καλλιεργημένοι και ακαλλιέργητοι αγροί και πεδιάδες με οπωροφόρα δέντρα, αμυγδαλεώνες και ελιές, την ώρα της συγκομιδής ή της εγκατάλειψης, των ανοίξεων και των φθινοπώρων τους, πρωταγωνιστούν, μέσα από την συντροφικότητα και την μοναξιά τους, σαν ελεγειακά εμβατήρια μιας «φύσης» που αφυπνίζει τις αισθήσεις, φανερώνοντας το πεπερασμένο μέσα από το άπειρο των αέναων παραλλαγών της.

 

Η Μαρία Κτιστοπούλου με όποια θέματα κι αν καταπιάνεται, με όποιους τρόπους και όποια υλικά χρησιμοποιεί κάθε φορά, αποδεικνύει  μια ικανότητα ξεχωριστή, που την προκαλεί να αντεπεξέρχεται στα στοιχήματα, τα οποία βάζει η ίδια με τον εαυτό της. Σηκώνει πάντοτε τον πήχη ψηλότερα, πρώτα  για τις δικές της απαιτήσεις και μετά για εκείνες των θεατών και θιασωτών της, θεωρώντας πως η πράξη της ζωγραφικής είναι άσκηση ζωής και δρόμος «Δονκιχωτικός» – όπως είχε παλαιότερα η ίδια αναφέρει. Ένας δρόμος που δεν τερματίζει εύκολα. Άλλωστε, το ταξίδι είναι εκείνο που αναζωπυρώνει την επιθυμία της να εκφράζει τον κόσμο γύρω της και εντός της, τα ποικίλματα και τις ιδιαιτερότητές του, τα απαυγάσματα και τα κατάβαθα σπαράγματά του, γι’ αυτό και της εύχομαι, η δική της Ιθάκη να είναι πολύ μακριά ακόμη…

 

         Αθηνά Σχινά
Κριτικός  & Ιστορικός Τέχνης