Η Ολύνα Ξενοπούλου μιλάει στο Culturenow, για την συνεργασία της με την ΕΡΤ, την πορεία της στο θέατρο, και την ανάγκη πιο ουσιαστικής σύλληψης της καθημερινότητας.

Συνέντευξη στην Λίλιαν Αλεξάκου

Λίλιαν Αλεξάκου: Πως αποφάσισες να ασχοληθείς με το θέατρο;

Ολύνα Ξενοπούλου: Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη, η οικογένεια μου δεν έχει σχέση με την Τέχνη αλλά σε μένα υπήρχε αυτή η προδιάθεση. Η μητέρα μου είχε βαθειά καλλιτενική φύση και τραγουδούσε υπέροχα. Οι γονείς μου ήταν θετικοί με την ενασχόληση μου με το θέατρο. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, πολύ μικρή είχα την ανάγκη να υποδύομαι διάφορους ρόλους στα παιχνίδια και στις παιδικές ιστορίες με τις φίλες μου. Δεν σκέφτηκα να κάνω κάτι άλλο. Η κατεύθυνση ηταν σαφής. Όταν τελείωσα το σχολείο πέρασα στην Νομική, αλλά δεν συνέχισα γιατί είχα πετύχει και στην σχολή του Κρατικού Θεάτρου. Mε απορροφούσε το θέατρο και δόθηκα εκεί. Η Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου υπήρξε εξαιρετική εμπειρία για μένα, γιατί μου έδωσε την δυνατότητα της σοβαρής ενασχόλησης με τον χώρο του θεάματος και όχι μέσω μιας ματαιόδοξη προσέγγισης. Η Θεσσαλονίκη είναι εκτός κέντρου και την περίοδο που ήμουν εγώ εκεί, οι άνθρωποι λειτουργούσαν λιγότερο εμπορικά και περισσότερο καλλιτεχνικά. Αυτό για τα φοιτητικά χρόνια έχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί δίνει την ευκαιρία στον σπουδαστή να εμβαθύνει πολύ περισσότερο στο αντικείμενο αυτό καθ αυτό και να ενδιαφέρεται πολύ λιγότερο για την προβολή.

Λ. Α.: Μετά την Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου ήρθες στην Αθήνα;

Ο. Ξ.: Όταν τελείωσα την σχολή δούλεψα στην αρχή στο Κρατικό σε μια περιοδεία με τις Ικέτιδες του Αισχύλου σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μιχαηλίδη. Αποφάσισα να κατέβω στην Αθήνα γιατί ήθελα πολύ να δουλέψω και στην Θεσσαλονίκη είναι πιο \”κλειστά\” τα πράγματα στο θέατρο. Τα έργα που αγάπησα είναι η Δεσποινίς Τζούλια του Στριντμπεργκ, η Γερτρούδη του Σόντερμπεργκ, η Ανθρώπινη φωνή του Κοκτώ, η Μαργκερίτ Ντυράς, οι ηρωίδες του Τένεσυ Ουίλλιαμς, το Υλικό Μήδειας του Χάινερ Μύλλερ.

Εδωσα στην ΕΡΤ πανελλήνιες εξετάσεις ως εκφωνήτρια. Στο ραδιόφωνο έμεινα δύο χρόνια ως κεντρική εκφωνήτρια στις ειδήσεις και γενικότερα. Στη συνέχεια παρουσιάστηκαν ανάγκες στην τηλεόραση, πέρασα στο ζωντανό τηλεοπτικό πρόγραμμα και στην επικοινωνία με τον κόσμο, επί καθημερινής βάσης. Είχε ενδιαφέρον, μου έδωσε αναγνωρισιμότητα και την επαφή με το πλατύ κοινό. Ημουν πλέον ένα ιδιαίτερα οικείο άτομο και όλοι σχεδόν με αποκαλούσαν με το βαπτιστικό μου όνομα. Βρέθηκα στο κέντρο τω πραγμάτων, αλλά ποτέ δεν διέκοψα την επαφή μου με το θέατρο και παρά την αναγνωρισιμότητα, ασχολήθηκα με το κλασσικό ρεπερτόριο που ανέκαθεν με αφορούσε διατηρώντας μια συνεχή παρουσία στο καλλιτεχνικό γίγνεσθαι.

Λ. Α.: Με την εταιρεία σου Θέατρο χωρίς σύνορα συνεργάζεσαι με εναλλακτικές ομάδες;

Ο. Ξ.: Με ενδιαφέρει η εναλλακτική μορφή του θεάτρου. Οι εναλλακτικές ομάδες δίνουν την αίσθηση του επαναπροσδιορισμού του τρόπου ανάγνωσης των κλασσικών κειμένων με μια συγχρονη ματιά, ακολουθώντας το πνεύμα του συγγραφέα. Το Θέατρο χωρίς σύνορα του οποίου είμαι ιδρυτικό μέλος, διανύει τον τέταρτο χρόνο παρουσίας του με ισάριθμες δουλειές αλλά διατηρώ το δικαίωμα συνεργασίας και με άλλους καλλιτέχνες που αποτελούν για μένα πηγή έμπνευσης. Τώρα σε συνεργασία με την ομάδα παραστατικών τεχνών προΤΑΣΗ του Δημήτρη Φυνίτση ο οποίος έχει την ιδέα και την σκηνοθεσία θα παρουσιάσουμε μια δραματοποιημένη αφήγηση των Πασχαλινών διηγημάτων του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στον Ι.Ν. του αγίου Ελισαίου, που ήταν ο τόπος προσευχής και περισυλλογής του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Με αφορμή τον εορτασμό του έτους Παπαδιαμάντη, η αφήγηση θα έχει ελεύθερη είσοδο την Μεγάλη Δευτέρα, Μ. Τρίτη και Μ. Τετάρτη ενώ θα αποδίδινται δύο Πασχαλινά διηγήματα κάθε ημέρα.

Λ. Α: Εχεις ασχοληθεί και με την σκηνοθεσία;

Ο. Ξ.: Ειμαι ηθοποιός, ασχολήθηκα με την σκηνοθεσία σε δύο συγκεκριμένες δουλειές που πρότεινα με την εταιρεία μου, επειδή είχα σαφή αισθητική άποψη. Ηταν κείμενα ψυχολογικού χαρακτήρα, οικεία στον ηθοποιό. Δεν είμαι υπέρ της άποψης ο ηθοποιός να αυτοσκηνοθετείται, υπήρξε αποτέλεσμα μια εσωτερικής ανάγκης να αποδοθεί ερμηνευτικά και σκηνικά η προσωπική ανάγνωση των κειμένων. Η σχέση ηθοποιού – σκηνοθέτη είναι αναγκαία και καθοριστική, γιατί εξελίσσει τις υποκριτικές δυνατότητες και αισθητοποιεί το πνεύμα του συγγραφέα. Η συνεργασία είναι απαραίτητη και αλληλένδετη. Από το αποτέλεσμα κρίνεσαι, εκτίθεσαι στο κοινό και  αναλαμβάνεις την ευθύνη της έκθεσης σου. Ο τελικός αποδέκτης του σκηνικού γεγονότος είναι ο θεατής και μόνο.

Λ. Α.: Τι σημαίνουν για σένα Αθήνα και Θεσσαλονίκη;

Ο. Ξ.: Η Θεσσαλονίκη παραμένει πάντα το σημείο αναφοράς μου με την έννοια ότι είναι οι μνήμες, οι ρίζες μου, τα παιδικά μου χρόνια. Μου λείπει πάρα πολύ, υπάρχει μια έντονη νοσταλγία. Το πατρικό μου είναι εκεί και πηγαίνω συχνά. Με το ποδήλατο μου κάνω ακόμα βόλτες στην παραλία όπου έπαιζα ως παιδί. Η Αθήνα, μου αρέσει για άλλους λόγους. Είναι  μεγάλη και σου δίνει περιθώρια καλλιτεχνικών επιλογών. Μου άνοιξε καινούργιους ορίζοντες. Η Θεσσαλονίκη όμως υπήρξε το εφαλτήριο. Συχνά η Αθήνα είναι κουραστική, δεν είναι εύκολη πόλη στην καθημερινότητα. Με τους ανθρώπους δεν έχω πρόβλημα. Μου αρέσουν οι μεγάλες πόλεις και ο ανοιχτός ορίζοντας.

Λ. Α.: Η συνεργασία σου με την ΕΡΤ είναι σταθμός στην πορεία σου;

Ο. Ξ.: Η  εμπειρία μου από την Δημόσια Τηλεόραση είναι πολύ σημαντική. Είναι τιμητικό που υπήρξα παρουσιάστρια και συννεχίζω να είμαι  εκφωνήτρια της. Δεν ένοιωσα ποτέ ότι ασφυκτιώ καλλιτενικά και διατηρώ το δικαίωμα των καλλιτενικών επιλογών μου με άξονα τα αισθητικά κριτήρια και όχι την αγωνία μιας πενιχρής αμοιβής.

Λ. Α.: Ποιόν τρόπος ζωή επιλέγεις;

Ο. Ξ.: Είμαι κοινωνική και μάλλον εξωστρεφής. Έχω την ανάγκη της επικοινωνίας. Δεν μου αρέσει το Lifestyle με την έννοια ότι πρέπει οπωσδήποτε να είμαι μέσα στα κοσμικά γεγονότα για να υπάρχω. Η επικοινωνία και η μοναξιά είναι απαραίτητη στο θέατρο. Ο ηθοποιός έχει ανάγκη από τον θεατή και το αντίθετο. Όχι ματαιόδοξα αλλά ουσιαστικά. Μου αρέσει η ζωή, όμως υπάρχουν φορές που απομονώνομαι. Γεμίζω τις μπαταρίες μου. Χρειάζομαι την απόσταση για να μπορώ να ισορροπήσω κυρίως όταν προετοιμάζομαι για κάτι. Δεν μου αρέσει το ξενύχτι χωρίς λόγο.

Λ. Α.: Πως αντιμετωπίζεις την δύσκολη εποχή που ζούμε;

Ο. Ξ.: Περνάμε μια  δύσκολη περίοδο κοινωνικά και προσωπικά. Πιστεύω ότι το μέτρο στα πράγματα είναι το ζητούμενο. Η πολυτέλεια δεν συνάδει πάντα με την απληστία ή το ξόδεμα μεγάλου ποσού χρημάτων αλλά είναι θέμα αισθητικής και καλλιέργειας. Δεν είναι δύσκολο να περνάς καλά με λιγότερα χρήματα ή με πιο αυστηρά κριτήρια αισθητικής επιλογής και αυτό μαθαίνεται, καλλιεργείται. Σε μια κοινωνία όμως όπου όλοι είμαστε εθισμένοι στον καταναλωτισμό οι επιλογές είναι δύσκολες. Η ευημερία δεν σημαίνει απαραίτητα και υπέρμετρη κατανάλωση. Η πολυτέλεια είναι αισθητική ανάγκη που ικανοποιεί βαθύτερες υπαρξιακές αναζητήσεις, οι οποίες δεν σχετίζονται πάντα με την ύλη. Η αντίληψη αυτή ίσως μας οδηγήσει σε πιο ουσιαστική σύλληψη της καθημερινότητας.