Η Αίθουσα Τέχνης «ΚΑΠΛΑΝΩΝ 5» παρουσιάζει την ατομική έκθεση της Βαρβάρας Σπυρούλη με τίτλο  «ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΙ» γλυπτική

κατασκευές από 22/2 μέχρι 12/3/2011.

Ο Εμμανουήλ Μαυρομμάτης, Ομότιμος Καθηγητής Α.Π.Θ., στο κείμενό του, που συνοδεύει τον κατάλογο της έκθεσης, γράφει: 

Η εργασία της Βαρβάρας Σπυρούλη έχει αναπτύξει τα τελευταία χρόνια ένα είδος διαδρομής ή ροής, -τις δοκιμές εγκατάστασης σχημάτων και πλεγμάτων σε διαφορετικές θέσεις μέσα στο χώρο- με την οποία επιδιώκει μέσα από μια αυστηρή, λογική μέθοδο οργάνωσης και διατύπωσης, να εκφράσει πλούσιες δυνατότητες από αναγκαίες και από αναπόφευκτες πλέον λόγω αυτού του συστήματος, περαιτέρω πολυπλοκότητες έργων και ιδεών.

Η κεντρική της ιδέα είναι να κατορθώσει να εκφράσει τα πιο πολλά ανοίγματα σε προοπτικές επόμενων εργασιών, με μια αυστηρή γλώσσα που να αποφεύγει την περιγραφή και να υλοποιείται κάθε φορά, αναλυτικά στην πράξη, σε διαδοχικά στάδια, με απλές γεωμετρικές μεθόδους. Θα προσθέσουμε ότι η καλλιτέχνις αναλύει το υλικό που χρησιμοποιεί ως να είναι καθεαυτό εκφραστικό όργανο, πριν από την ένθεση, στο εκφραστικό όργανο, συγκεκριμένων περιεχομένων προερχόμενων κάθε φορά, από συγκεκριμένες εικόνες.

Όλα συμβαίνουν σ’αυτή την εργασία σαν να επρόκειτο να σταθεί κάποιος στον προθάλαμο των πραγμάτων, πριν η εργασία να έχει οριστικοποιηθεί προς μια συγκεκριμένη κατάληξη.

Έτσι η καλλιτέχνις θα ήθελε να είναι πάντοτε το έργο της προκαταρκτικό και αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές στις εργασίες τις οποίες παρουσιάζει τελευταία και στις οποίες, το κενό που χρησιμοποιεί  ως συστατικό στοιχείο των εκάστοτε πλεγμάτων, προσκαλεί στην επιθυμία και στην ιδέα πρόσληψης του κόσμου που περιβάλλει αυτό το κενό -μέσω αυτού του κενού.

Αυτά τα δύο στοιχεία είναι αλληλένδετα (το πώς το ένα βλέπει το άλλο, το πώς το ένα κενό βλέπει το άλλο κενό και λειτουργεί με το άλλο κενό), αρκεί να γνωρίζει κάποιος, να έχει αποφασίσει, αν θα σταθεί στο ένα ή στο άλλο. Το ερώτημα είναι τι θα ήθελε να προσδιορίσει η καλλιτέχνις μέσα από τα πλέγματα που εγκαθιστά σε διάφορες θέσεις μέσα το χώρο, αν θα ήθελε δηλαδή να προσδιορίσει το χώρο (αλλά μέσα από τα πλέγματα), που περιβάλλει τα πλέγματα (να ορίσει ποια είναι τα όρια αυτού του χώρου, πώς λειτουργεί, πώς μεταβάλλεται κάθε φορά μέσα από τα πλέγματα και ανάλογα προς την εκάστοτε θέση της εγκατάστασης των πλεγμάτων, αν τελειώνει ή αν απεκτείνεται) ή αν θα ήθελε να προσδιορίσει τα πλέγματα ως καθεαυτές οντότητες οι οποίες ισχύουν με τον ίδιο τρόπο παντού, ανεξάρτητα από το χώρο, στον οποίο εγκαθίστανται και λειτουργούν -χωρίς συνεπώς να τον επηρεάζουν ή να επηρεάζονται από αυτό το χώρο.

Το ερώτημα είναι ακόμα πιο ουσιαστικό αν ληφθεί υπόψη ότι θα έπρεπε να απαντήσει η καλλιτέχνις στην κύρια και προκαταρκτική τοποθέτηση του έργου της, γιατί δηλαδή έχει επιλέξει αυτό το σύστημα της έκφρασης; Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε γενικές γραμμές αυτό το έργο έχει θέσει το πρόβλημα της πρόσληψης του χώρου, είτε μέσω μιας επί μέρους εγκατάστασης στο εσωτερικό του, που στη συνέχεια, μας παραπέμπει στο σύνολο του χώρου, (ως μέσα από τα κενά των πλεγμάτων να αντιλαμβανόμεθα το ενιαίο κενό), είτε μέσω της αυτονομίας του χώρου που θα είναι πάντοτε ο ίδιος, ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε εγκατάσταση χώρου στο εσωτερικό του.

Για παράδειγμα, ένα από τα προβλήματα της καλλιτέχνιδας είναι αν θα μπορούσαμε να φανταστούμε την εγκατάσταση ενός χώρου (ενός πλέγματος), επάνω στη γη, κάπου δηλαδή που να ακουμπάει και να αντλεί έννοια από το χώρο του περιβάλλοντος που το στηρίζει.

Για την ίδια, θα πρόκειται για τη χρησιμοποίηση της υλικότητας του εδάφους, γεγονός το οποίο θα αλλοίωνε όμως το διαφανές, το άϋλο, το θεωρητικό μέρος της εργασίας, εννοώντας έτσι την προσαρμογή της στις υπάρχουσες συνθήκες. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο για την ίδια την καλλιτέχνιδα, η εργασία θα έπρεπε να είναι μετέωρη μέσα στο χώρο, να είναι σχετικά απροσδιόριστη και να μην εννοεί κάτι συγκεκριμένο, μια εικόνα η οποία θα της έδινε, ένα μέρος από την υλικότητά της. Από την άλλη όμως πλευρά είναι επίσης γεγονός ότι το ερώτημα του χώρου δεν είναι αμέτοχο των συνθηκών του, δηλαδή του περιβάλλοντος, ως προς το οποίο ο χώρος γίνεται ο ίδιος αντιληπτός.

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η καλλιτέχνις έχει διαλέξει ορισμένες κύριες θέσεις (ένα είδος γεωγραφίες), ως προς τις οποίες ο χώρος των πλεγμάτων (ένας ειδικευμένος χώρος), εννοείται ότι λειτουργεί ως συνάρτησή τους. Είναι ο διαχωριστικός χώρος του χώρου (τα πλέγματα που παρεμβάλλονται και λειτουργούν ως προς τις δύο όψεις τους συμβάλλοντας στο πέρασμα και προς τις δύο κατευθύνσεις από πίσω προς τα εμπρός και αντίστροφα), είναι ο χώρος που αιωρείται, (διαχωρίζοντας τις κατευθύνσεις από επάνω προς τα κάτω και αντίστροφα) είναι ο χώρος που καθοδηγεί προς ορισμένες μόνο κατευθύνσεις και ανοίγει διαδρομές μέσα στις εκάστοτε υπάρχουσες συνθήκες του χώρου, όπως είναι το πέρασμα από το ένα στο άλλο δωμάτιο.

Είναι πιθανό η καλλιτέχνις να εμπνέεται σ’αυτές τις εργασίες από δύο προελεύσεις.
Η πρώτη είναι η προηγούμενη δική της διαδραστική εργασία την οποία είχε εκθέσει πριν από μερικά χρόνια κατά την οποία και εκεί, η ύπαρξη δύο συντελεστών (η προβολή και οι επιπτώσεις της σε ένα αντικείμενο), είχαν ως αποτέλεσμα τη συνάρτηση δύο προϋποθέσεων χωρίς τις οποίες δεν θα ήταν νοητή, η λειτουργία της προβολής χωρίς το αντικείμενο στο οποίο να προσπίπτει ή, -η λειτουργία του αντικειμένου χωρίς την προβολή που το ενεργοποιεί. Η άλλη θα είναι πλησιέστερη σε μια οντολογία της εργασίας κατά την οποία θα ήταν νοητό ότι η καλλιτέχνις εργάζεται επάνω στην ίδια την ιδέα του τρόπου προσδιορισμού του αντικειμένου της, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο χώρος, προσδιοριζόμενος από τον χώρο μέσα στο χώρο.

Είναι η ιδέα του εντοπισμού του χώρου όπως είχε χρησιμοποιήσει τον όρο ο Heidegger, εννοώντας το χώρο ως κάθε φορά τοπικό, συνδεδεμένο με τις συνθήκες του, ώστε να μη λειτουργεί διαφορετικός χώρος από τον τοπικό χώρο και εκεί, οι εργασίες της Σπυρούλη θα εννοούσαν εντοπισμούς διαφορετικών χώρων που λειτουργούν και γίνονται επίκαιροι κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, από την οποιαδήποτε δική μας παρέμβαση στους χώρους.

Αλλά το πιο ενδιαφέρον σ’αυτή την εργασία θα είναι τέλος η καθοδήγηση σε ορισμένες κατευθύνσεις του χώρου, πράγμα που θα μας μετέφερε συνειρμικά στα μονοπάτια του δάσους, του Heidegger, τα οποία από άγνωστες, από ποικίλλες διαφορετικές διαδρομές, -εν τέλει,  οδηγούν στο ξέφωτο.

Εμμανουήλ Μαυρομμάτης
Ομότιμος Καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης